μια παράσταση βασισμένη στο θεατρικό έργο του Alejandro Casona
για δεύτερη χρονιά, αν δεν απατώμαι πέρυσι παιζόταν με το τίτλο "Χορεύοντας στη σιωπή" ο οποίος κατά την ταπεινή μου άποψη είναι πιο ταιριαστός. Γιατί πραγματικά η ζωή αυτής της οικογένειας, των ανθρώπων γύρω της, των φαντασμάτων της, είναι σαν ένας χορός. Χορός που καθορίζεται, δημιουργείται, στοιχειοθετείται, οριοθετείται από τη σιωπή. Χορογραφείται ουσιαστικά από αυτήν τη σιωπή, τη σιωπή του ενός μέλους της, την εκκωφαντική σιωπή αυτού που διαφέρει, που επικοινωνεί αλλιώς, που αναζητά άλλα, που ζει αλλού, απροσέγγιστος από όλους, εξόν της άλλης "διαφορετικής".
"Όλα θα μας τα συγχωρούσανε αλλά όχι να διαφέρουμε"
Το παιδί που δεν μιλάει όχι γιατί έχει κάποιο φυσιολογικό πρόβλημα αλλά... ποιός ξέρει. Ίσως δε θέλει να συμμετάσχει, δεν τους νοιώθει δικούς του, γιατί να μιλήσει τη γλώσσα τους; Επικοινωνεί με το δικό του τρόπο με τη θεία του, κι αυτό του αρκεί. Ο έρωτας ίσως να προλάβαινε να ξεκλειδώσει την άρνηση του να ενταχθεί, αλλά τελικά οι περιστάσεις τον αναγκάζουν να ενταχθεί αρνούμενος.
Η θεία, που εγκαταλείφθηκε από τον αρραβωνιαστικό και ζει στη ψευδαίσθηση ότι κάποια στιγμή θα γυρίσει, περιμένοντας ένα γράμμα, ελπίζοντας, φτιάχνοντας μια ψευδαίσθηση, τόσο μα τόσο εύθραυστη, που κάθε στιγμή πρέπει να διαγράφει αυτά που την απειλούν, να επιλέγει τι από τη τωρινή στιγμή θα κρατήσει ώστε να μη διαλύσει το οικοδόμημα που έχει κτίσει. Και η εμμονή, η αιτιολόγηση, τέτοια που να αντέχεται. Γόμα στο χέρι και διαγραφή, ξανά και ξανά.
Ο πατέρας, πνιγμένος στα χρέη, εγκλωβισμένος, παραπαίει μεταξύ της μίας δράσης και της άλλης, πότε εκμεταλλευτής αγριάνθρωπος ορμώμενος από εγωιστικά κίνητρα και το ερωτικό του πάθος, πότε θυμούμενος και κινούμενος από ένα βαθύ δέσιμο με το παιδί του, το αίμα του. Η πιο ανθρώπινη ίσως προσωπικότητα του έργου, αν και η αλήθεια του με θλίβει, αλλά τι να κάνουμε έτσι είμαστε οι άνθρωποι, και καλοί και κακοί, και αντιστεκόμαστε στα πάθη μας και τις περισσότερες φορές ενδίδουμε.
Η υπηρέτρια που αρπάζει την ευκαιρία να γίνει κυρία, τόσο ανθρώπινη και αυτή μέσα στον εγωισμό της, τι θέλει έτσι κι αλλιώς που είναι τόσο τρομερό; να βελτιώσει τη ζωή της, γιατί να αφήσει άλλους, που ούτως ή άλλως, είναι ολίγον τι ζαβλακωμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους και δε ζούνε πραγματικά, σωστά;, γιατί να αφήσει αυτούς να της στερούν την ευτυχία της; αυτή τουλάχιστον ξέρει πως να χαρεί, εκείνοι δεν έχουν ιδέα, σπαταλάνε τα δώρα τους, τα "εφτά μπαλκόνια" δεν τους ήταν αρκετά...
Και μη ξεχνάμε τα φαντάσματα, που δεν είναι απειλητικά, όχι, απλά συντροφεύουν, παρατηρούν τα δρώμενα της ζωής των ζωντανών, κατανοούν, και δεν υποφέρουν πιά, απλά υφίσταται σε έναν παράλληλο κόσμο. Δε προσκαλούν στο κόσμο τους αλλά γαλήνια υποδέχονται. Και ο θάνατος είναι απλά πέρασμα στην επανασύνδεση με αυτούς που ανήκεις. Και τα πάθη των ζωντανών απλά απαραίτητες διαδικασίες. Αισιόδοξη προσέγγιση δε λέω.
Προσωπικά βρήκα τη παράσταση συγκλονιστική, και η ερμηνεία της κ. Παπακωνσταντίνου πραγματικά με άγγιξε. Ευχαριστήθηκα το κείμενο, ευχαριστήθηκα το στήσιμο, ευχαριστήθηκα την ατμόσφαιρα, γενικά ευχαριστήθηκα τα όλα.
Σκηνοθεσία (και διασκευή): Νίκος Καραγέωργος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κώστας Αρζόγλου, Υρώ Λούπη, Άννα Μονογιού, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Χρήστος Βασιλόπουλος, Σταύρος Μοίρας, Ειρήνη Ράπτη, Ελένη Αποστολοπούλου
Στο θέατρο Βεάκη
Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007
Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007
BUG
του Tracy Letts
Να, ένα έργο αρκετά ιδιαίτερο που απαιτεί γερό στομάχι. Και πέρα από συμβολισμούς και άλλες σκέψεις, επιτέλους, καιρό είχα να δω, ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς ερωτηματικά δράσης. Προβληματίζομαι λίγο να γράψω την ιστορία, θέλω να πω όσο το δυνατόν λιγότερα, γιατί ένα από τα όμορφα του είναι και το σασπένς του.
Δύο τελειωμένες ψυχές, συναντιούνται και ενώνουν τις μοναξίες τους, τις μιζέριες τους, αγκιστρώνονται ο ένας από τον άλλον. Ο Peter, πεπεισμένος ότι μετά το πόλεμο στον Κόλπο τον χρησιμοποιήσανε σα πειραματόζωο για βιολογικά όπλα, βρίσκει στην Αgnes κάποια που τον πιστεύει, να τον συντροφέψει μέσα στον κόσμο του. Η Agnes (αλήθεια πόση αγνότητα μπορεί να παραμείνει μέσα σε έναν άνθρωπο που έχει χάσει το παιδί του, κακοποιηθεί από το σύζυγο της και σπριώχνει τις μέρες της σνιφάροντας κόκα; ) βρίσκει εν τέλει ένα άλλοθι για να αντέξει τις τύψεις τις. Όταν τίποτα πια στη ζωή δεν έχει απομείνει όρθιο, είναι πολύ εύκολο, λυτρωτικό ίσως, να χωθείς μέσα σε ένα παρανοικό κόσμο συνομωσίας και καταδίωξης. Οι απαντήσεις τρομαχτικές και συνάμα λυτρωτικές, προσβεβλειμένοι από τα "ζωύφια" επιδείδονται στο πόλεμο εναντίον τους και στη πλήρη ενασχόληση με αυτά. Υποφέρουν ναι, αλλά είναι πόνος που έχει μουδιάσει όλα τα άλλα. Και έτσι τα ζωύφια που έφερε ο Peter είναι τελικά καλοδεχούμενα από την Agnes, δε θέλει πραγματικά να τα διώξει γιατί αν φύγουν αυτά, αν φύγει ο Peter τι θα της απομείνει; Η πρότεινη ζωή, και αυτή ήταν φρικτή ούτως ή άλλως. Και ούτε η καλύτερη της φίλη δε μπορεί να την επαναφέρει σε αυτό το παρελθόν. Δεν έχει λόγο να επιστρέψει. Εξάλλου η τελική λύτρωση και εξύψωση δεν είναι μακριά πιά...
(Τα είπα μπερδεμένα, ε; ωραία! στη σκηνή όλα ρέουν όμορφα (γκροτέσκα όμορφα) και απλά)
Και μια άτακα, που μοιάζει να μην έχει σχέση με το υπόλοιπο έργο, αλλά τι να κάνω, με άρεσε κι έτσι τη κρατάω!
"Όλοι έχουμε ένα μέρος μέσα μας, ένα κέντρο που είναι εμείς. Πρέπει να κρατάμε αυτό το κέντρο ιερό. Το σεξ και οι σχέσεις χαλάνε αυτό το μέρος"
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Τσαρούχα, Δημητρης Λάλος, Βάσω Καμαράτου, Στάθης Σταμουλακάτος, Κώστας Κουτσολέλος, Παναγιώτης Κουκουρουβλής
Στο θέατρο Επι Κολωνό
Για δεύτερη χρονιά
Να, ένα έργο αρκετά ιδιαίτερο που απαιτεί γερό στομάχι. Και πέρα από συμβολισμούς και άλλες σκέψεις, επιτέλους, καιρό είχα να δω, ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς ερωτηματικά δράσης. Προβληματίζομαι λίγο να γράψω την ιστορία, θέλω να πω όσο το δυνατόν λιγότερα, γιατί ένα από τα όμορφα του είναι και το σασπένς του.
Δύο τελειωμένες ψυχές, συναντιούνται και ενώνουν τις μοναξίες τους, τις μιζέριες τους, αγκιστρώνονται ο ένας από τον άλλον. Ο Peter, πεπεισμένος ότι μετά το πόλεμο στον Κόλπο τον χρησιμοποιήσανε σα πειραματόζωο για βιολογικά όπλα, βρίσκει στην Αgnes κάποια που τον πιστεύει, να τον συντροφέψει μέσα στον κόσμο του. Η Agnes (αλήθεια πόση αγνότητα μπορεί να παραμείνει μέσα σε έναν άνθρωπο που έχει χάσει το παιδί του, κακοποιηθεί από το σύζυγο της και σπριώχνει τις μέρες της σνιφάροντας κόκα; ) βρίσκει εν τέλει ένα άλλοθι για να αντέξει τις τύψεις τις. Όταν τίποτα πια στη ζωή δεν έχει απομείνει όρθιο, είναι πολύ εύκολο, λυτρωτικό ίσως, να χωθείς μέσα σε ένα παρανοικό κόσμο συνομωσίας και καταδίωξης. Οι απαντήσεις τρομαχτικές και συνάμα λυτρωτικές, προσβεβλειμένοι από τα "ζωύφια" επιδείδονται στο πόλεμο εναντίον τους και στη πλήρη ενασχόληση με αυτά. Υποφέρουν ναι, αλλά είναι πόνος που έχει μουδιάσει όλα τα άλλα. Και έτσι τα ζωύφια που έφερε ο Peter είναι τελικά καλοδεχούμενα από την Agnes, δε θέλει πραγματικά να τα διώξει γιατί αν φύγουν αυτά, αν φύγει ο Peter τι θα της απομείνει; Η πρότεινη ζωή, και αυτή ήταν φρικτή ούτως ή άλλως. Και ούτε η καλύτερη της φίλη δε μπορεί να την επαναφέρει σε αυτό το παρελθόν. Δεν έχει λόγο να επιστρέψει. Εξάλλου η τελική λύτρωση και εξύψωση δεν είναι μακριά πιά...
(Τα είπα μπερδεμένα, ε; ωραία! στη σκηνή όλα ρέουν όμορφα (γκροτέσκα όμορφα) και απλά)
Και μια άτακα, που μοιάζει να μην έχει σχέση με το υπόλοιπο έργο, αλλά τι να κάνω, με άρεσε κι έτσι τη κρατάω!
"Όλοι έχουμε ένα μέρος μέσα μας, ένα κέντρο που είναι εμείς. Πρέπει να κρατάμε αυτό το κέντρο ιερό. Το σεξ και οι σχέσεις χαλάνε αυτό το μέρος"
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Τσαρούχα, Δημητρης Λάλος, Βάσω Καμαράτου, Στάθης Σταμουλακάτος, Κώστας Κουτσολέλος, Παναγιώτης Κουκουρουβλής
Στο θέατρο Επι Κολωνό
Για δεύτερη χρονιά
Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2007
Ο Ροβινσώνας και ο Κρούσος
των Νίνο ντ' Ιντρόνα & Τζάκομο Ραβίκιο
Δύο αεροπόροι, (έχθροι τυπικά;), μετά από τη πτώση των αεροπλάνων τους, καταλήγουν και οι δυό στην ίδια στέγη. Στην αρχή παλεύουν μεταξύ τους, αλλά σιγά σιγά, εγκαταλείπουν τις εχθροπραξίες και ψάχνουν να βρουν τρόπους να επικοινωνήσουν. Οι γλώσσες τους διαφορετικές, και εκεί που οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν, έρχονται τα σώματα να μιλήσουν. Η οικουμενική γλώσσα των ανθρώπων. Και μέσα από το σώμα και τη κίνηση και την έκφραση, συνεργάζονται, για να φάνε, να κοιμηθούν, να πλυθούν, και να φτιάξουν τη σχεδία (και το τρύπιο βαρέλι) που θα τους πάει σπίτι τους. Ο καθένας σε αντίθετη κατευθυνση φορώντας ξανά τα στρατιωτικά του ρούχα και με ένα ενθύμιο από τον άλλον.
Άλλη μια καλή δουλειά για παιδιά από το θέατρο πόρτα. Με αισθητική, με ατμόσφαιρα, με πηγαίο χιούμορ. Και οι ηθοποιοί πολύ καλοί, εκπληκτικά αυτά που κάνανε με το σώμα τους. Η μάχη σε αργή κίνηση ήταν υπέροχη, όμορφη και με γέλοιο, και το πινγκ πονγκ με τα τηγάνια επίσης. (Εγώ στη παραλία με τις ρακέτες γιατί δε τα καταφέρνω, οέο;)
Η παράσταση είναι για λίγο πιο μεγάλα παιδιά, από οκτώ χρονών συστείνουν, και όντως ο γιός μου, στα τεσσεράμιση, δυσκολεύτηκε λίγο να κατανοήσει κάποιες έννοιες, ή του γεννιόντουσαν απορίες, που ήθελε να του τις λύσω εκείνη τη στιγμή. Του άρεσε και το ευχαριστήθηκε, αλλά ενοχλήσαμε λιγάκι.
Σκηνοθεσία: Λίλο Μπάουρ
Παίζουν οι ηθοποιοί: Πέτρος Σπυρόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης
στο θέατρο Πόρτα
Δύο αεροπόροι, (έχθροι τυπικά;), μετά από τη πτώση των αεροπλάνων τους, καταλήγουν και οι δυό στην ίδια στέγη. Στην αρχή παλεύουν μεταξύ τους, αλλά σιγά σιγά, εγκαταλείπουν τις εχθροπραξίες και ψάχνουν να βρουν τρόπους να επικοινωνήσουν. Οι γλώσσες τους διαφορετικές, και εκεί που οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν, έρχονται τα σώματα να μιλήσουν. Η οικουμενική γλώσσα των ανθρώπων. Και μέσα από το σώμα και τη κίνηση και την έκφραση, συνεργάζονται, για να φάνε, να κοιμηθούν, να πλυθούν, και να φτιάξουν τη σχεδία (και το τρύπιο βαρέλι) που θα τους πάει σπίτι τους. Ο καθένας σε αντίθετη κατευθυνση φορώντας ξανά τα στρατιωτικά του ρούχα και με ένα ενθύμιο από τον άλλον.
Άλλη μια καλή δουλειά για παιδιά από το θέατρο πόρτα. Με αισθητική, με ατμόσφαιρα, με πηγαίο χιούμορ. Και οι ηθοποιοί πολύ καλοί, εκπληκτικά αυτά που κάνανε με το σώμα τους. Η μάχη σε αργή κίνηση ήταν υπέροχη, όμορφη και με γέλοιο, και το πινγκ πονγκ με τα τηγάνια επίσης. (Εγώ στη παραλία με τις ρακέτες γιατί δε τα καταφέρνω, οέο;)
Η παράσταση είναι για λίγο πιο μεγάλα παιδιά, από οκτώ χρονών συστείνουν, και όντως ο γιός μου, στα τεσσεράμιση, δυσκολεύτηκε λίγο να κατανοήσει κάποιες έννοιες, ή του γεννιόντουσαν απορίες, που ήθελε να του τις λύσω εκείνη τη στιγμή. Του άρεσε και το ευχαριστήθηκε, αλλά ενοχλήσαμε λιγάκι.
Σκηνοθεσία: Λίλο Μπάουρ
Παίζουν οι ηθοποιοί: Πέτρος Σπυρόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης
στο θέατρο Πόρτα
Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2007
Το αίμα που μαράθηκε
του Άκη Δήμου
ένα σκοτεινό παραμύθι με αφορμή τη κερένια κούκλα του Κ. Χρηστομάνου
Η Λιόλια, ορφανή και μακρινή ξαδέρφη της ασθενικής Βιργινίας, πάει στο σπίτι της Βιργινιας,βοηθός στις δουλειές, συντροφιά στις μοναχικές ώρες. Ο νίκος, άντρας της Βιργινίας, κάποτε πολύ ερωτευμενος μαζί της, με όνειρα κοινής ζωής και πολυπληθους οικογένειας που ακυρώθηκαν, αναπόφευκτα ερωτεύεται το νεαρό, όμορφο, γεμάτο ζωντάνια κορίτσι, με τα θλιμένα μάτια, που γυαλίζουν και είναι σα να ετοιμάζονται να δακρύσουν.
Ο έρωτας που γεννιέται μεταξύ τους είναι καταδικασμένος όπως και ο καρπός του. Οι τύψεις για τη ζωή (άντρα, σπίτι, οικογένεια, όνειρα) που η Λιόλια έκλεψε από τη Βιργινία, που ο Νίκος χάρισε σε μια άλλη. Η Βιργινία πεθαίνει, αλλά η μνήμη της παραμένει να βασανίζει και να καταστρέφει, να πάρει πίσω αυτό που δικαιωματικά της ανήκει. Το παιδί τους (ίδιο η Βιργινία) πεθαίνει.
Κι η Λιόλια;
- Θα φύγω
- Που;
- Όπου να' ναι. Μόνο να ναι μακριά
- Μακριά δεν είναι πουθενά όταν θυμάσαι
Δε μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, το παρελθόν σου, τα κρίματα σου. Ειναι παντα μαζί σου να σε συντροφεύουν, να σε αμαυρώνουν. Κι ας μη φταίς πραγματικά
Ότι κι αν έγινε δεν έγινε από φταίξιμο δικό μου... Μικρός άνθρωπος είμαι, Βιργινία, κι όλα όσα θέλησα μικρά."
Δε μπορώ πραγματικά να μιλήσω για τη παράσταση, γιατί πήγα με πολύ μεγάλες προσδοκίες έχοντας στο μυαλό μου τόσο ζωντανή τη μαγεία από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Και έτσι η άποψη μου είναι κάπως διαστρεβλομένη από αυτά που περίμενα να βιώσω. Μπορώ μόνο να πω ότι πρόκειται για μια από τις πιο εικαστικές παραστάσεις που έχω δει, οι εικόνες είναι πραγματικά μαγικές, και ότι η ηθοποιός, Τζίνα Θλιβέρη, επίσης.
(Στη παρέα μου πάντως δεν άρεσε, όχι τόσο η απόδοση, όσο το κείμενο, και προς τα εκεί τείνω κι εγώ, αμα το κείμενο δεν, είναι λίγα αυτά που μπορεί να κάνουν σκηνοθέτης και ηθοποιοί. Αλλά πάλι ποιός διαλέγει το κείμενο;)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σαχίνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γεωργία Τσαγκαράκη, Τζίνα Θλιβέρη, Αγγελική Λεμονή, Γιώργος Τσαμπουράκης
Καλλιδρομίου 68 εξάρχεια
ομάδα όχι παίζουμε
ένα σκοτεινό παραμύθι με αφορμή τη κερένια κούκλα του Κ. Χρηστομάνου
Η Λιόλια, ορφανή και μακρινή ξαδέρφη της ασθενικής Βιργινίας, πάει στο σπίτι της Βιργινιας,βοηθός στις δουλειές, συντροφιά στις μοναχικές ώρες. Ο νίκος, άντρας της Βιργινίας, κάποτε πολύ ερωτευμενος μαζί της, με όνειρα κοινής ζωής και πολυπληθους οικογένειας που ακυρώθηκαν, αναπόφευκτα ερωτεύεται το νεαρό, όμορφο, γεμάτο ζωντάνια κορίτσι, με τα θλιμένα μάτια, που γυαλίζουν και είναι σα να ετοιμάζονται να δακρύσουν.
Ο έρωτας που γεννιέται μεταξύ τους είναι καταδικασμένος όπως και ο καρπός του. Οι τύψεις για τη ζωή (άντρα, σπίτι, οικογένεια, όνειρα) που η Λιόλια έκλεψε από τη Βιργινία, που ο Νίκος χάρισε σε μια άλλη. Η Βιργινία πεθαίνει, αλλά η μνήμη της παραμένει να βασανίζει και να καταστρέφει, να πάρει πίσω αυτό που δικαιωματικά της ανήκει. Το παιδί τους (ίδιο η Βιργινία) πεθαίνει.
Κι η Λιόλια;
- Θα φύγω
- Που;
- Όπου να' ναι. Μόνο να ναι μακριά
- Μακριά δεν είναι πουθενά όταν θυμάσαι
Δε μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, το παρελθόν σου, τα κρίματα σου. Ειναι παντα μαζί σου να σε συντροφεύουν, να σε αμαυρώνουν. Κι ας μη φταίς πραγματικά
Ότι κι αν έγινε δεν έγινε από φταίξιμο δικό μου... Μικρός άνθρωπος είμαι, Βιργινία, κι όλα όσα θέλησα μικρά."
Δε μπορώ πραγματικά να μιλήσω για τη παράσταση, γιατί πήγα με πολύ μεγάλες προσδοκίες έχοντας στο μυαλό μου τόσο ζωντανή τη μαγεία από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Και έτσι η άποψη μου είναι κάπως διαστρεβλομένη από αυτά που περίμενα να βιώσω. Μπορώ μόνο να πω ότι πρόκειται για μια από τις πιο εικαστικές παραστάσεις που έχω δει, οι εικόνες είναι πραγματικά μαγικές, και ότι η ηθοποιός, Τζίνα Θλιβέρη, επίσης.
(Στη παρέα μου πάντως δεν άρεσε, όχι τόσο η απόδοση, όσο το κείμενο, και προς τα εκεί τείνω κι εγώ, αμα το κείμενο δεν, είναι λίγα αυτά που μπορεί να κάνουν σκηνοθέτης και ηθοποιοί. Αλλά πάλι ποιός διαλέγει το κείμενο;)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σαχίνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γεωργία Τσαγκαράκη, Τζίνα Θλιβέρη, Αγγελική Λεμονή, Γιώργος Τσαμπουράκης
Καλλιδρομίου 68 εξάρχεια
ομάδα όχι παίζουμε
Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007
Ένας στους Δέκα
Δαυίδ
Ένκε
Κρις
Α(πατρις);
Τρεις μετανάστες, στην Ελλάδα από παιδιά, ξένοι στο τόπο που μεγάλωσαν, δεν έχει σημασία που τα ελληνικά τους άπταιστα, έχουν την αύρα του ξένου, τους μυρίζεις στον αέρα. Δεν τους επιτρέπουμε να διώξουν τη μυρωδιά. Ένας στους δέκα κάτοικους της Ελλάδας είναι μετανάστης. Εννέα στους δέκα κάτοικους της Ελλάδας τους κρατούν εκεί. "Δε φτάνει που σας ταίζουμε θέλετε και θέατρο;¨ Παιδιά ενός κατώτερου θεού, γιατί έτσι μας βολεύει. Μη πάρουν και θάρρος, και σταματήσουν να κάνουν τις "κατώτερες" δουλειές και άξιοι και δουλευταράδες και με κίνητρο όπως είναι, και αποδοτικοί, μας πάρουν τις άλλες τις δουλειές. Αρκετή ανεργία δεν έχουμε;
Τους αλλάζουμε και το όνομα, και βρίσκονται με ένα όνομα ξένο, που δεν τους ανήκει, να ζούνε σε μια χώρα που δεν της ανήκουν, μετέωροι απο παντού.
"έφερνα μέχρι και γλυκά για τη γιορτή μου" και γιορτάζει ένα όνειρο που με πείσμα κρατάει ζωντανό. Μέχρι να μαζέψει αρκετά και να μπορέσει να φύγει, μακριά και από εδώ, κι από τη πρώτη πατριδα, μια καινούργια αρχή, να γίνει πάλι όπως ήταν πριν, πριν ξεκινήσουν όλα αυτά.
Και οι δυσκολίες οι πρακτικές, τα χαρτιά, τα έγγραφα, οι μίζες, οι διαδικασίες.
Συγκλονιστική η σκηνή που οι τρεις φίλοι που ξεκινήσανε να έρθουν έμειναν δύο και κάθε μήνα στέλνουν στη μάνα του χαμένου φίλου τους, ένα γράμμα από το γιό της και χρήματα
"Μη τα βάζεις στην άκρη, πάρε κάτι και για σένα"
Άραγε συμβαίνει αυτό; Πόσες μανάδες νομίζουν ότι τα παιδιά τους είναι καλά, και είναι περήφανες που ο γιός τους πάει το πρωί στη δουλειά φορώντας το καθαρό πουκάμισο και το κλωνάρι βασιλικού πάνω του για να μυρίζει όμορφα;
Απόλυτη ειρωνία, το medley από τη χείριστη ελληνική τηλέοραση, σα να βλέπεις σε καθρέπτη, να οι έλληνες, κάποιοι τουλάχιστον, μη μας κρίνετε τους ξένους και τόσο πολύ, κοιτάχτε και στο καθρέπτη λίγο.
Είδα πάνω στη σκηνή τρεις νέους και άγνωστους ηθοποιούς που προσπαθούν όπως όλοι οι νέοι και άγνωστοι ηθοποιοί να μπουν στο χώρο, να δουλέψουν στο σανίδι, στη τηλέοραση κτλ κτλ. Είδα τρεις ανθρώπους με όνειρα, παρελθόν, μέλλον. Όπως όλοι μας. Απλά τυχαίνει η ιστορία τους να εμπεριέχει και το κομμάτι της μετανάστευσης. Θυμήθηκα τα δικά μου τα χρόνια στην Αγγλία. Το ρατσισμό (πολύ ήπιο ομολογώ) που βίωσα. Θυμήθηκα τη ψυχολογία του ξένου. Και πως σιγά σιγά ενσωματώθηκα, και δεν βίωνα πια ρατσισμό, δεν ήμουν ξένη πια, απλά είχα ελληνική καταγωγή, και είχα πια δύο πατρίδες, να νοιάζομαι και να φροντίζω. Και βιώσα την ομορφιά του να ζεις σε ένα τόπο, χωρίς να αλλάζεις την ιστορία σου, χωρίς να αλλάζεις ο ιδιος, να κρατάς τις ιδιαιτερότητες, και να είναι και άλλοι έτσι, με άλλες καταγωγές. Multicultural λέγεται αυτό, έχει ενδιαφέρον, πολυμορφία και χρώμα, και διαφέρει από το multinational.
Κάποια στιγμή στο έργο, ακούγεται το "αστέρι του βοριά". Αυτόματος συνειρμός ακούγωντας τα λόγια ξανά και με προσοχή, αυτόματα σκέφτηκα ότι είναι σα να γράφτηκε γιαυτούς τους τρείς ανθρώπους. Και συνειδητοποιώ ότι δε γραφτηκε για αυτούς αλλά ίσως για κάποιους δικούς μα ξενητεμένους. Μα ναι, οι έλληνες τη ξέρουμε καλά τη ξενιτιά, Αμερική και πιάτα, βέλγιο και ορυχεία, γερμανία και εργοστάσια. Πως τολμάμε να ξεχνάμε; Πως τολμάμε και πληγώνουμε όπως μας πληγώσανε; αναρωτιέμαι.
Όμορφη παράσταση, εικαστικότατη, κυλάει εύκολα και τα συναισθήματα που μου δημιουργηθηκαν εναλλασόμενα. Δύσκολο θέμα, και η απόδοση του χωρίς καμία τραγικότητα, ή μελοδραματισμό, απλά καταθέτουν το πως είναι τα πράγματα, με χιούμορ, ειρωνία και (μου φάνηκε;) γλυκειά αγάπη για την Ελλάδα, μια χώρα που επιμένει να τους αντιμετωπίζει ως ξένους.
Σκηνοθεσία: Λαέρτης Βασιλείου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Νταβίντ Μαλτέζε, Κρις Ραντάνοφ, Ενκελέιντ Φεζολάρι
Στο Θέατρο του Νότου
εώς 6 Ιανουαρίου 2008
και επαναλαμβάνεται και τη σεζόν 2008/09
Ο Κρις Ραντάνοφ έχοντας κερδίσει το βραβείο τρίτου καλύτερου ανδρικού ρόλου στα θεατρικά βραβεία του αθηνοράματος είπε κάτι πολύ όμορφο στο τέλος των ευχαριστιών του:
"και εύχομαι στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες και οι μετανάστες να ζουν τα όνειρα τους"
Από τις πιο όμορφες στιγμές
Ένκε
Κρις
Α(πατρις);
Τρεις μετανάστες, στην Ελλάδα από παιδιά, ξένοι στο τόπο που μεγάλωσαν, δεν έχει σημασία που τα ελληνικά τους άπταιστα, έχουν την αύρα του ξένου, τους μυρίζεις στον αέρα. Δεν τους επιτρέπουμε να διώξουν τη μυρωδιά. Ένας στους δέκα κάτοικους της Ελλάδας είναι μετανάστης. Εννέα στους δέκα κάτοικους της Ελλάδας τους κρατούν εκεί. "Δε φτάνει που σας ταίζουμε θέλετε και θέατρο;¨ Παιδιά ενός κατώτερου θεού, γιατί έτσι μας βολεύει. Μη πάρουν και θάρρος, και σταματήσουν να κάνουν τις "κατώτερες" δουλειές και άξιοι και δουλευταράδες και με κίνητρο όπως είναι, και αποδοτικοί, μας πάρουν τις άλλες τις δουλειές. Αρκετή ανεργία δεν έχουμε;
Τους αλλάζουμε και το όνομα, και βρίσκονται με ένα όνομα ξένο, που δεν τους ανήκει, να ζούνε σε μια χώρα που δεν της ανήκουν, μετέωροι απο παντού.
"έφερνα μέχρι και γλυκά για τη γιορτή μου" και γιορτάζει ένα όνειρο που με πείσμα κρατάει ζωντανό. Μέχρι να μαζέψει αρκετά και να μπορέσει να φύγει, μακριά και από εδώ, κι από τη πρώτη πατριδα, μια καινούργια αρχή, να γίνει πάλι όπως ήταν πριν, πριν ξεκινήσουν όλα αυτά.
Και οι δυσκολίες οι πρακτικές, τα χαρτιά, τα έγγραφα, οι μίζες, οι διαδικασίες.
Συγκλονιστική η σκηνή που οι τρεις φίλοι που ξεκινήσανε να έρθουν έμειναν δύο και κάθε μήνα στέλνουν στη μάνα του χαμένου φίλου τους, ένα γράμμα από το γιό της και χρήματα
"Μη τα βάζεις στην άκρη, πάρε κάτι και για σένα"
Άραγε συμβαίνει αυτό; Πόσες μανάδες νομίζουν ότι τα παιδιά τους είναι καλά, και είναι περήφανες που ο γιός τους πάει το πρωί στη δουλειά φορώντας το καθαρό πουκάμισο και το κλωνάρι βασιλικού πάνω του για να μυρίζει όμορφα;
Απόλυτη ειρωνία, το medley από τη χείριστη ελληνική τηλέοραση, σα να βλέπεις σε καθρέπτη, να οι έλληνες, κάποιοι τουλάχιστον, μη μας κρίνετε τους ξένους και τόσο πολύ, κοιτάχτε και στο καθρέπτη λίγο.
Είδα πάνω στη σκηνή τρεις νέους και άγνωστους ηθοποιούς που προσπαθούν όπως όλοι οι νέοι και άγνωστοι ηθοποιοί να μπουν στο χώρο, να δουλέψουν στο σανίδι, στη τηλέοραση κτλ κτλ. Είδα τρεις ανθρώπους με όνειρα, παρελθόν, μέλλον. Όπως όλοι μας. Απλά τυχαίνει η ιστορία τους να εμπεριέχει και το κομμάτι της μετανάστευσης. Θυμήθηκα τα δικά μου τα χρόνια στην Αγγλία. Το ρατσισμό (πολύ ήπιο ομολογώ) που βίωσα. Θυμήθηκα τη ψυχολογία του ξένου. Και πως σιγά σιγά ενσωματώθηκα, και δεν βίωνα πια ρατσισμό, δεν ήμουν ξένη πια, απλά είχα ελληνική καταγωγή, και είχα πια δύο πατρίδες, να νοιάζομαι και να φροντίζω. Και βιώσα την ομορφιά του να ζεις σε ένα τόπο, χωρίς να αλλάζεις την ιστορία σου, χωρίς να αλλάζεις ο ιδιος, να κρατάς τις ιδιαιτερότητες, και να είναι και άλλοι έτσι, με άλλες καταγωγές. Multicultural λέγεται αυτό, έχει ενδιαφέρον, πολυμορφία και χρώμα, και διαφέρει από το multinational.
Κάποια στιγμή στο έργο, ακούγεται το "αστέρι του βοριά". Αυτόματος συνειρμός ακούγωντας τα λόγια ξανά και με προσοχή, αυτόματα σκέφτηκα ότι είναι σα να γράφτηκε γιαυτούς τους τρείς ανθρώπους. Και συνειδητοποιώ ότι δε γραφτηκε για αυτούς αλλά ίσως για κάποιους δικούς μα ξενητεμένους. Μα ναι, οι έλληνες τη ξέρουμε καλά τη ξενιτιά, Αμερική και πιάτα, βέλγιο και ορυχεία, γερμανία και εργοστάσια. Πως τολμάμε να ξεχνάμε; Πως τολμάμε και πληγώνουμε όπως μας πληγώσανε; αναρωτιέμαι.
Όμορφη παράσταση, εικαστικότατη, κυλάει εύκολα και τα συναισθήματα που μου δημιουργηθηκαν εναλλασόμενα. Δύσκολο θέμα, και η απόδοση του χωρίς καμία τραγικότητα, ή μελοδραματισμό, απλά καταθέτουν το πως είναι τα πράγματα, με χιούμορ, ειρωνία και (μου φάνηκε;) γλυκειά αγάπη για την Ελλάδα, μια χώρα που επιμένει να τους αντιμετωπίζει ως ξένους.
Σκηνοθεσία: Λαέρτης Βασιλείου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Νταβίντ Μαλτέζε, Κρις Ραντάνοφ, Ενκελέιντ Φεζολάρι
Στο Θέατρο του Νότου
εώς 6 Ιανουαρίου 2008
και επαναλαμβάνεται και τη σεζόν 2008/09
Ο Κρις Ραντάνοφ έχοντας κερδίσει το βραβείο τρίτου καλύτερου ανδρικού ρόλου στα θεατρικά βραβεία του αθηνοράματος είπε κάτι πολύ όμορφο στο τέλος των ευχαριστιών του:
"και εύχομαι στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες και οι μετανάστες να ζουν τα όνειρα τους"
Από τις πιο όμορφες στιγμές
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007
Καρόλου Ντηλ & Τσιμισκή
Του Θοδωρή Γκόνη
σε μουσική Γιώργου Ανδρέου
8 μονόλογοι, 8 τραγούδια. Οι ιστορίες 8 γυναικών και τα τραγούδια τους. Γυναίκες διαφορετικές, από διαφορετικές εποχές, με διαφορετικά όνειρα, ιστορία, απωθημένα, χαρακτήρες. Ίσως και να μην είναι τόσο διαφορετικές όμως. Κοινός άξονας η ζωή; η αναζήτηση της ζωής; ή όπως λέει στο πρόγραμμα "ένα λευκό σημάδι που επιθυμεί να γίνει τραγούδι"
Η Κλεόπα η Μαλατέστα, γυναίκα του Θεόδωρου του Παλαιολόγου, θρηνεί για την αγάπη που δεν έζησε, δε μπορεί να αγαπήσει, δε ξέρει τι είναι αυτό, ζηλεύει εκείνους που μπορούν, που καταλαβαίνουν κι έτσι μπορούν και να τη τραγουδήσουν, την αγάπη. "Δε μπορούσε να ερωτευτεί, και έτσι ζει στη κόλαση, γιατί τι άλλο εξόν από αυτό είναι η κόλαση"
Πράγματι...
Η Άννα η Δαλασσηνή, γράφει στο γιό της τον Αλέξιο, να είναι τολμηρός, γενναίος, λιοντάρι σαν κι αυτή, για να πάρει όσα του αξίζουν, "Το όχι το χουμε, πάμε για το ναι". Οι πόθοι και τα όνειρα της μητέρας με λύσσα εναποτίθενται πάνω στους ώμους του διάδοχου. Κατακαημένε Αλέξιε, καλές οι συμβουλές της μάνας, είναι κι αυτός, ο λιονταρίσιος, ένας τρόπος να ζεις, θεμητός, ωραίος. Εσένα, σου ταιριάζει άραγε;
Η Κασσιανή, εγκαταλελειμένη από εκείνον που αγάπησε, λειψή
"Ήσουν ο Θεός μου, Εσύ εξάγνισες το σώμα μου, και με άφησες... Δεν είχα σώμα, δεν είχα σχήμα, δεν είχα όνομα, έφτιαξα ένα κόσμο μέσα στο δικό σου για να έχω θέση"
Και τώρα δεν έχει θέση, που να σταθεί και που να περπατήσει χωρίς το Θεό της;
Η Ζωή η Πορφυρογέννητη, (από αυτήν και ο τίτλος της παράστασης), μιλά στο βιογράφο της, σε αυτόν που εκείνη είχε ευεγερτήσει και της το ανταπέδωσε, γράφοντας μόνο για την επιφάνεια, για τους έρωτες της και τους άντρες, και τα λούσα, αφήνοντας την "απροστάτευτη μέσα στους αιώνες" Εκείνη η άκληρη, που διασκέδαζε το πόνο της, που γέμιζε το κενό της. "Τίποτα δε κατάλαβε από τις φωτιές που έκαιγαν, τις άναψα για να μπορέσω να ζήσω" Πόσο συχνά κρίνουμε, καταδικάζουμε, χωρίς να έχουμε όλα τα δεδομένα, χωρίς να δίνουμε ελαφρυντικά.
Η θεία Σοφούλα, Κωνσταντινιά-Σαραντανού, που ήταν η ζωή και η χαρά της γειτονιάς, η καλότυχη, που είχε βαφτίσει τόσα παιδιά. Και το λάθος της να αφήσει δύο βαφτιστήρια της να παντρευτούν μεταξυ τους. Και το κοριτσάκι τους που έπεσε στο πηγάδι. Το κρίμα δικό της, νιώθει, της ξεχασιάς και αφηρημάδας της. Και ο θρήνος δικός της. Για τη ζωή που δεν άνθισε, που περιμένει στο πηγάδι το δώρο της κάθε γιορτή.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, η αρχόντισσα, με τη ζωή της τη γεμάτη ομορφιές (και άντρες) και γεμάτη πόνο. Το παιδί της κοιμάται, ονειρεύεται, του λείπει ζωή. Και η απορία της για το κόσμο σήμερα, που φαντάζει διαφορετικός αλλά είναι τόσο ίδιος.
"Μόνο ο τρόπος που κινείστε άλλαξε, στη σκέψη είσαστε ίδιοι, ακίνητοι"
Η μοίρα και η καταδίκη της ανθρώπινης φύσης είναι αυτό δούκισσα, τίποτα άλλο.
Η μητέρα που έχει χάσει αδερφό, άντρα και παιδί. Βγαίνει κάθε βράδυ και τους καλεί, τους μιλάει, "εμένα παιδάκι μου μη με φοβάσαι, έχω τρεις νεκρούς κάτω από το μαξιλάρι μου" Δεν έχει και τίποτα άλλο να χάσει.
Όμορφο και ατμοσφαιρικό, και η κυρία Τσαλιγοπούλου, Θεά. Και οι τρεις ηθοποιοί επίσης. Μια ελεγεία στις διαφορετικές εκφάνσεις της γυναίκας, οι οκτώ που τις ιστορίες τους είδαμε και ακούσαμε, και οι τέσσερις γυναίκες που μας ταξίδεψαν πάνω στη σκηνή. Και πόσες άλλες που δε χώρεσαν σε μια νύχτα μόνο.
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Συρμώ Κεκέ, Αθηνά Μαξίμου, Εύη Σαουλίδου
Τραγουδά: Ελένη Τσαλιγοπούλου
Νύχτες Αιθρίου, Μέγαρο Μουσικής, 27 & 28 Σεπτεμβρίου 2007
σε μουσική Γιώργου Ανδρέου
8 μονόλογοι, 8 τραγούδια. Οι ιστορίες 8 γυναικών και τα τραγούδια τους. Γυναίκες διαφορετικές, από διαφορετικές εποχές, με διαφορετικά όνειρα, ιστορία, απωθημένα, χαρακτήρες. Ίσως και να μην είναι τόσο διαφορετικές όμως. Κοινός άξονας η ζωή; η αναζήτηση της ζωής; ή όπως λέει στο πρόγραμμα "ένα λευκό σημάδι που επιθυμεί να γίνει τραγούδι"
Η Κλεόπα η Μαλατέστα, γυναίκα του Θεόδωρου του Παλαιολόγου, θρηνεί για την αγάπη που δεν έζησε, δε μπορεί να αγαπήσει, δε ξέρει τι είναι αυτό, ζηλεύει εκείνους που μπορούν, που καταλαβαίνουν κι έτσι μπορούν και να τη τραγουδήσουν, την αγάπη. "Δε μπορούσε να ερωτευτεί, και έτσι ζει στη κόλαση, γιατί τι άλλο εξόν από αυτό είναι η κόλαση"
Πράγματι...
Η Άννα η Δαλασσηνή, γράφει στο γιό της τον Αλέξιο, να είναι τολμηρός, γενναίος, λιοντάρι σαν κι αυτή, για να πάρει όσα του αξίζουν, "Το όχι το χουμε, πάμε για το ναι". Οι πόθοι και τα όνειρα της μητέρας με λύσσα εναποτίθενται πάνω στους ώμους του διάδοχου. Κατακαημένε Αλέξιε, καλές οι συμβουλές της μάνας, είναι κι αυτός, ο λιονταρίσιος, ένας τρόπος να ζεις, θεμητός, ωραίος. Εσένα, σου ταιριάζει άραγε;
Η Κασσιανή, εγκαταλελειμένη από εκείνον που αγάπησε, λειψή
"Ήσουν ο Θεός μου, Εσύ εξάγνισες το σώμα μου, και με άφησες... Δεν είχα σώμα, δεν είχα σχήμα, δεν είχα όνομα, έφτιαξα ένα κόσμο μέσα στο δικό σου για να έχω θέση"
Και τώρα δεν έχει θέση, που να σταθεί και που να περπατήσει χωρίς το Θεό της;
Η Ζωή η Πορφυρογέννητη, (από αυτήν και ο τίτλος της παράστασης), μιλά στο βιογράφο της, σε αυτόν που εκείνη είχε ευεγερτήσει και της το ανταπέδωσε, γράφοντας μόνο για την επιφάνεια, για τους έρωτες της και τους άντρες, και τα λούσα, αφήνοντας την "απροστάτευτη μέσα στους αιώνες" Εκείνη η άκληρη, που διασκέδαζε το πόνο της, που γέμιζε το κενό της. "Τίποτα δε κατάλαβε από τις φωτιές που έκαιγαν, τις άναψα για να μπορέσω να ζήσω" Πόσο συχνά κρίνουμε, καταδικάζουμε, χωρίς να έχουμε όλα τα δεδομένα, χωρίς να δίνουμε ελαφρυντικά.
Η θεία Σοφούλα, Κωνσταντινιά-Σαραντανού, που ήταν η ζωή και η χαρά της γειτονιάς, η καλότυχη, που είχε βαφτίσει τόσα παιδιά. Και το λάθος της να αφήσει δύο βαφτιστήρια της να παντρευτούν μεταξυ τους. Και το κοριτσάκι τους που έπεσε στο πηγάδι. Το κρίμα δικό της, νιώθει, της ξεχασιάς και αφηρημάδας της. Και ο θρήνος δικός της. Για τη ζωή που δεν άνθισε, που περιμένει στο πηγάδι το δώρο της κάθε γιορτή.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, η αρχόντισσα, με τη ζωή της τη γεμάτη ομορφιές (και άντρες) και γεμάτη πόνο. Το παιδί της κοιμάται, ονειρεύεται, του λείπει ζωή. Και η απορία της για το κόσμο σήμερα, που φαντάζει διαφορετικός αλλά είναι τόσο ίδιος.
"Μόνο ο τρόπος που κινείστε άλλαξε, στη σκέψη είσαστε ίδιοι, ακίνητοι"
Η μοίρα και η καταδίκη της ανθρώπινης φύσης είναι αυτό δούκισσα, τίποτα άλλο.
Η μητέρα που έχει χάσει αδερφό, άντρα και παιδί. Βγαίνει κάθε βράδυ και τους καλεί, τους μιλάει, "εμένα παιδάκι μου μη με φοβάσαι, έχω τρεις νεκρούς κάτω από το μαξιλάρι μου" Δεν έχει και τίποτα άλλο να χάσει.
Όμορφο και ατμοσφαιρικό, και η κυρία Τσαλιγοπούλου, Θεά. Και οι τρεις ηθοποιοί επίσης. Μια ελεγεία στις διαφορετικές εκφάνσεις της γυναίκας, οι οκτώ που τις ιστορίες τους είδαμε και ακούσαμε, και οι τέσσερις γυναίκες που μας ταξίδεψαν πάνω στη σκηνή. Και πόσες άλλες που δε χώρεσαν σε μια νύχτα μόνο.
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Συρμώ Κεκέ, Αθηνά Μαξίμου, Εύη Σαουλίδου
Τραγουδά: Ελένη Τσαλιγοπούλου
Νύχτες Αιθρίου, Μέγαρο Μουσικής, 27 & 28 Σεπτεμβρίου 2007
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007
Αγγέλα Παπάζογλου
του Γιώργη Παπάζογλου
Με μεγάλη χαρά είδα σήμερα στο αθηνόραμα ότι ανεβαίνει, για λίγες παραστάσεις, προς το παρόν τουλάχιστον, η Αγγέλα Παπάζογλου.
Είναι ένας θεατρικός μονόλογος γροθιά στο στομάχι, η Αγγέλα διηγείται τη ζωή της και μαζί με αυτή περνάει μπροστά μας και όλη η νέα ελληνική ιστορία τόσο ζωντανή που ανατριχιάζεις, με δυσκολία στέκεσαι στο κάθισμα, είναι τόσο παραστατικός ο λόγος της που καρφώνεται. Από τη Σμύρνη στην Αθήνα, κατοχή, εμφύλιος... Πόνος και χαρά μαζί. Ζωή πραγματικά. Το είδα πριν δύο χρόνια και ακόμη έχω σκηνές στο μυαλό μου. Ο ημίβουβος θρήνος που μετατρέπεται σε λίκνισμα ήπιο και ρεμπετικο α καπέλα. Δεν περιγράφεται, πρέπει να το ζήσεις. Και η κυρία Άννα Βαγενά, που ούτως ή άλλως είναι πάντα εκπληκτική, εδώ είναι κορυφαία.
Μία από τις γοητείες του θεάτρου (για μένα τουλάχιστον) είναι το τι είναι εφήμερο, και η κάθε παράσταση, ακόμη κι από μέρα σε μέρα, είναι διαφορετική, και ο θεατής είναι μύστης αυτής της μοναδικής εμπειρίας εκείνης της στιγμής που όταν τελειώσει η παράσταση έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, μένει απλά σαν θολή μνήμη μέσα μας. Σπάνια μας δίνεται η ευκαιρία να ξαναβιώσουμε μια θεατρική παράσταση, και όταν αυτό συμβαίνει, ε, τι να πεις.
Μη το χάσετε όσοι δεν το είχατε δει.
Σκηνοθεσία: Λάμπρος Λιάβας
Παίζει η Άννα Βαγενά
Στο μουσείο Ελληνικών Λαικών Μουσικών Οργάνων
1,2 & 3 Οκτώβρη 2007
θεατρική προσαρμογή του κειμένου "Ονείρατα της Σμύρνης" από τον Λάμπρο Διάβα
Με μεγάλη χαρά είδα σήμερα στο αθηνόραμα ότι ανεβαίνει, για λίγες παραστάσεις, προς το παρόν τουλάχιστον, η Αγγέλα Παπάζογλου.
Είναι ένας θεατρικός μονόλογος γροθιά στο στομάχι, η Αγγέλα διηγείται τη ζωή της και μαζί με αυτή περνάει μπροστά μας και όλη η νέα ελληνική ιστορία τόσο ζωντανή που ανατριχιάζεις, με δυσκολία στέκεσαι στο κάθισμα, είναι τόσο παραστατικός ο λόγος της που καρφώνεται. Από τη Σμύρνη στην Αθήνα, κατοχή, εμφύλιος... Πόνος και χαρά μαζί. Ζωή πραγματικά. Το είδα πριν δύο χρόνια και ακόμη έχω σκηνές στο μυαλό μου. Ο ημίβουβος θρήνος που μετατρέπεται σε λίκνισμα ήπιο και ρεμπετικο α καπέλα. Δεν περιγράφεται, πρέπει να το ζήσεις. Και η κυρία Άννα Βαγενά, που ούτως ή άλλως είναι πάντα εκπληκτική, εδώ είναι κορυφαία.
Μία από τις γοητείες του θεάτρου (για μένα τουλάχιστον) είναι το τι είναι εφήμερο, και η κάθε παράσταση, ακόμη κι από μέρα σε μέρα, είναι διαφορετική, και ο θεατής είναι μύστης αυτής της μοναδικής εμπειρίας εκείνης της στιγμής που όταν τελειώσει η παράσταση έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, μένει απλά σαν θολή μνήμη μέσα μας. Σπάνια μας δίνεται η ευκαιρία να ξαναβιώσουμε μια θεατρική παράσταση, και όταν αυτό συμβαίνει, ε, τι να πεις.
Μη το χάσετε όσοι δεν το είχατε δει.
Σκηνοθεσία: Λάμπρος Λιάβας
Παίζει η Άννα Βαγενά
Στο μουσείο Ελληνικών Λαικών Μουσικών Οργάνων
1,2 & 3 Οκτώβρη 2007
θεατρική προσαρμογή του κειμένου "Ονείρατα της Σμύρνης" από τον Λάμπρο Διάβα
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2007
Το παιδί μέσα μου
Τρία μονόπρακτα του Στέφανου Κακαβούλη
(το δεύτερο μονόπρακτο είναι θεατρική προσαρμογή διηγηματος του Γκυ Ντε Μωπασσαν)
Ένα μπαρ, χώρος (όταν είμαστε καλά) σύναξης, επικονωνίας, χαλάρωσης. Και όταν δεν είσαι καλά, κάπου να δεις τη ζωή να κυλάει δίπλα σου, να βιώσεις την απομόνωση ή να υποκριθείς ότι δεν υπάρχει ή να προσπαθήσεις να τη διώξεις. Και αλκόολ, άλλοτε γλυκόπιοτο χαλαρωτικό κι άλλοτε εργαλείο που πνίγει, σκέψεις, μνήμες, ζωές που κάπου ξεφύγανε. Και ο χώρος αυτός γίνεται πεδίο τριών απρόσμενων συναντήσεων, ξέχωρες μεταξύ τους, ισως κι όχι τόσο. Κοινός άξονας, ζωές ξοδεμένες, και οι σκέψεις του συγγραφέα σχετικά με τα μπαγκάζια της παιδικής ηλικίας.
- Η πρόωρα γερασμένη γκαρσόνα που έφυγε από τη μάνα που δεν την ήθελε και ο εραστής της (νεκρής πια μάνας) που μεταφέρει μια άλλη άποψη για εκείνη. Κατα αυτόν η εικόνα είναι διαφορετική, εκείνος εξάλλου γνώρισε τη γυναίκα, με τις δικιές της ανάγκες και λάθη, τον άνθρωπο, δεν είχε ούτε τις ανάγκες ούτε τις απαιτήσεις ενός παιδιού, μπορεί να καταλάβει και να δικαιολογήσει την όποια ανεπάρκεια. Η κόρη βίωσε μια άλλη πραγματικότητα, τη μάνα που απείχε από αυτό χρειαζόταν, τη μάνα που δεν έτρεξε πίσω της να τη βρεί, τη μάνα που έφυγε τώρα πια και όλοι οι λογαριασμοί θα μείνουν ανοικτοί και άλυτοι.
- Ο άλλος πρόωρα γερασμένος νέος, που έχασε τη χαρά της ζωής
Έχασα το παιδί, το παιδί μέσα μου
Δεν υπάρχει επιστροφή, αν σε εκείνη την ηλικία, την αθώα, τότε που είσαι παιδί και θες μόνο αγάπη...
Νιώθω μια αλήθεια σε αυτά τα λόγια και πονάνε, αλλά αρνούμαι να τα δεχτώ, γιατί τότε πως θα πορευτώ; Πάντα υπάρχει επιστροφή, κι ας είναι πρόσκαιρη και εύθραστη και στηριγμένη σε ψευδαισθήσεις. Η επιστροφή, όσο λίγο κι αν κρατάει, και όσο δύσκολο κι αν είναι να επιτευχθεί, είναι η φυσική ανθρώπινη άμυνα, και η προσμονή της το μόνο που απομένει, που μας κρατάει. Αυτοί που δεν επιστρέφουν πεθαίνουν, και αυτοί που δεν ελπίζουν στην επιστροφή είναι απλά νεκροζώντανοι.
(Η αθωότητα χάθηκε και μαζί της η χαρά της ζωής χάριν σε ένα συμβάν - εγώ προτιμώ να σκέφτομαι ότι δεν υπήρξε αυτό το συμβάν. Το ζω στο πετσί μου και ξέρω κι άλλους τόσους, που δεν έχουν τρανταχτή δικαιολογία και αποδιομπιαίους τράγους. Όχι, δεν ήταν απαραίτητο ένα τόσο τραγικό συμβάν, η ζωή αρκεί για να χάσεις τη μαγεία και την αθωότητα της παιδικής σκέψης).
- Μια γυναίκα φάντασμα της αλλοτινής της γοητείας και ένας νεαρός, που δε μπορεί να κοιμηθεί. Κυνηγημένοι και οι δυό από φαντασμάτα, βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Συμπαθητική παράσταση και ειλικρινής προσπάθεια. Τίποτα συγκλονιστικό, αλλά έντιμο. Ένα κατηγορώ στους γονείς (στη πλειοψηφία των γονιών, συμεριλαμβανομένων των δικών μου και φυσικά εμένας της ίδιας) που με τις ατέλειες τους καταστρέφουν τα παιδιά τους. Αν και με κανένα τρόπο δε θέλω να μειώσω τη σοβαροτητα των ευθυνών που φέρουμε οι γονείς, και τις σημαντικές επιπτώσεις που έχει η συμπεριφορά μας, προσωπικά βρήκα τους προβληματισμούς του έργου επιφανειακούς και ηθικοπλαστικούς, ίσως γιατί κάποια στιγμή τα παιδικά μας βιώματα, όσο κι αν όντως είναι η πηγή όλων, όσο κι αν είναι μπαγκάζια που ποτέ δε θα μπορέσουμε να αποτινάξουμε ή να τροποποιήσουμε, κάποια στιγμή οφείλουμε να αναλάβουμε και τις δικές μας ευθύνες. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωες είναι όλοι προς τα τριάντα, ίσως όταν περάσουν λίγα χρόνια, και βιώσουν τη συνειδητοποίηση των αποσκευών τους και πιάσουν πάτο, μα πραγματικά πάτο, να περάσουν στην αντιπερα όχθη, και συνομηλικοί μου πιά, να μπορέσουν να δουν τους γονείς σαν τους ανθρώπους που είναι. Θα συνεχίσουν να πονούν, θα συνεχίσουν να μην τους αντέχουν, θα συνεχίσουν να τους κατηγορούν, θα συνεχίσουν να κουβαλάνε άλυτα, αλλά κάπου μέσα σε όλα αυτά, κάποια στιγμή, θα αναγνωρίσουν και τις δικές τους επιλογές. Και αν είμαστε τυχεροί, κάποια στιγμή θα επιλέξουμε να είμαστε πέρα από αυτό που γίναμε επειδή γεννηθήκαμε σε αυτήν την οικογένεια με αυτά τα κουβάρια, και κάτι διαφορετικό, πιο δικό μας και πιο ταιριαστό μας και αν είμαστε πολλοί τυχεροί όχι τόσο επώδυνο.
Σκηνοθεσία: Στέφανος Κακαβούλης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μέλανι Μαρχάινε, Βαγγέλης Κατσάπης, Χάρης Χαραλάμπους, Βαλάντης Κωστόπουλος, Βίκυ Κουκουτσίδη, Αντώνης Αντωνάκος.
Στο θέατρο Επί Κολωνώ
μέχρι 25/9
(το δεύτερο μονόπρακτο είναι θεατρική προσαρμογή διηγηματος του Γκυ Ντε Μωπασσαν)
Ένα μπαρ, χώρος (όταν είμαστε καλά) σύναξης, επικονωνίας, χαλάρωσης. Και όταν δεν είσαι καλά, κάπου να δεις τη ζωή να κυλάει δίπλα σου, να βιώσεις την απομόνωση ή να υποκριθείς ότι δεν υπάρχει ή να προσπαθήσεις να τη διώξεις. Και αλκόολ, άλλοτε γλυκόπιοτο χαλαρωτικό κι άλλοτε εργαλείο που πνίγει, σκέψεις, μνήμες, ζωές που κάπου ξεφύγανε. Και ο χώρος αυτός γίνεται πεδίο τριών απρόσμενων συναντήσεων, ξέχωρες μεταξύ τους, ισως κι όχι τόσο. Κοινός άξονας, ζωές ξοδεμένες, και οι σκέψεις του συγγραφέα σχετικά με τα μπαγκάζια της παιδικής ηλικίας.
- Η πρόωρα γερασμένη γκαρσόνα που έφυγε από τη μάνα που δεν την ήθελε και ο εραστής της (νεκρής πια μάνας) που μεταφέρει μια άλλη άποψη για εκείνη. Κατα αυτόν η εικόνα είναι διαφορετική, εκείνος εξάλλου γνώρισε τη γυναίκα, με τις δικιές της ανάγκες και λάθη, τον άνθρωπο, δεν είχε ούτε τις ανάγκες ούτε τις απαιτήσεις ενός παιδιού, μπορεί να καταλάβει και να δικαιολογήσει την όποια ανεπάρκεια. Η κόρη βίωσε μια άλλη πραγματικότητα, τη μάνα που απείχε από αυτό χρειαζόταν, τη μάνα που δεν έτρεξε πίσω της να τη βρεί, τη μάνα που έφυγε τώρα πια και όλοι οι λογαριασμοί θα μείνουν ανοικτοί και άλυτοι.
- Ο άλλος πρόωρα γερασμένος νέος, που έχασε τη χαρά της ζωής
Έχασα το παιδί, το παιδί μέσα μου
Δεν υπάρχει επιστροφή, αν σε εκείνη την ηλικία, την αθώα, τότε που είσαι παιδί και θες μόνο αγάπη...
Νιώθω μια αλήθεια σε αυτά τα λόγια και πονάνε, αλλά αρνούμαι να τα δεχτώ, γιατί τότε πως θα πορευτώ; Πάντα υπάρχει επιστροφή, κι ας είναι πρόσκαιρη και εύθραστη και στηριγμένη σε ψευδαισθήσεις. Η επιστροφή, όσο λίγο κι αν κρατάει, και όσο δύσκολο κι αν είναι να επιτευχθεί, είναι η φυσική ανθρώπινη άμυνα, και η προσμονή της το μόνο που απομένει, που μας κρατάει. Αυτοί που δεν επιστρέφουν πεθαίνουν, και αυτοί που δεν ελπίζουν στην επιστροφή είναι απλά νεκροζώντανοι.
(Η αθωότητα χάθηκε και μαζί της η χαρά της ζωής χάριν σε ένα συμβάν - εγώ προτιμώ να σκέφτομαι ότι δεν υπήρξε αυτό το συμβάν. Το ζω στο πετσί μου και ξέρω κι άλλους τόσους, που δεν έχουν τρανταχτή δικαιολογία και αποδιομπιαίους τράγους. Όχι, δεν ήταν απαραίτητο ένα τόσο τραγικό συμβάν, η ζωή αρκεί για να χάσεις τη μαγεία και την αθωότητα της παιδικής σκέψης).
- Μια γυναίκα φάντασμα της αλλοτινής της γοητείας και ένας νεαρός, που δε μπορεί να κοιμηθεί. Κυνηγημένοι και οι δυό από φαντασμάτα, βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Συμπαθητική παράσταση και ειλικρινής προσπάθεια. Τίποτα συγκλονιστικό, αλλά έντιμο. Ένα κατηγορώ στους γονείς (στη πλειοψηφία των γονιών, συμεριλαμβανομένων των δικών μου και φυσικά εμένας της ίδιας) που με τις ατέλειες τους καταστρέφουν τα παιδιά τους. Αν και με κανένα τρόπο δε θέλω να μειώσω τη σοβαροτητα των ευθυνών που φέρουμε οι γονείς, και τις σημαντικές επιπτώσεις που έχει η συμπεριφορά μας, προσωπικά βρήκα τους προβληματισμούς του έργου επιφανειακούς και ηθικοπλαστικούς, ίσως γιατί κάποια στιγμή τα παιδικά μας βιώματα, όσο κι αν όντως είναι η πηγή όλων, όσο κι αν είναι μπαγκάζια που ποτέ δε θα μπορέσουμε να αποτινάξουμε ή να τροποποιήσουμε, κάποια στιγμή οφείλουμε να αναλάβουμε και τις δικές μας ευθύνες. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωες είναι όλοι προς τα τριάντα, ίσως όταν περάσουν λίγα χρόνια, και βιώσουν τη συνειδητοποίηση των αποσκευών τους και πιάσουν πάτο, μα πραγματικά πάτο, να περάσουν στην αντιπερα όχθη, και συνομηλικοί μου πιά, να μπορέσουν να δουν τους γονείς σαν τους ανθρώπους που είναι. Θα συνεχίσουν να πονούν, θα συνεχίσουν να μην τους αντέχουν, θα συνεχίσουν να τους κατηγορούν, θα συνεχίσουν να κουβαλάνε άλυτα, αλλά κάπου μέσα σε όλα αυτά, κάποια στιγμή, θα αναγνωρίσουν και τις δικές τους επιλογές. Και αν είμαστε τυχεροί, κάποια στιγμή θα επιλέξουμε να είμαστε πέρα από αυτό που γίναμε επειδή γεννηθήκαμε σε αυτήν την οικογένεια με αυτά τα κουβάρια, και κάτι διαφορετικό, πιο δικό μας και πιο ταιριαστό μας και αν είμαστε πολλοί τυχεροί όχι τόσο επώδυνο.
Σκηνοθεσία: Στέφανος Κακαβούλης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μέλανι Μαρχάινε, Βαγγέλης Κατσάπης, Χάρης Χαραλάμπους, Βαλάντης Κωστόπουλος, Βίκυ Κουκουτσίδη, Αντώνης Αντωνάκος.
Στο θέατρο Επί Κολωνώ
μέχρι 25/9
Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007
Με ένα καράβι φορτηγό
Μια μουσικοθεατρική παράσταση που έστησε η κυρία Μάνια Παπαδημητρίου και η Φρόσω Ζαγοραίου
βασισμένη σε επιστολές και γράμματα ναυτικών και άλλα θαλασσινά διαβάσματα κι ακούσματα και όχι μόνο...
με κέφι και ζωντάνια και γλυκόπικρη νοσταλγία
με νιάτα δροσερά, νιάτα που θαλασσοπλανεύονται και στεριοπεριμένουν
και με άρωμα ελλάδας γιατί κακά τα ψέματα, αν νοιώθεις στο αίμα σου να κυλλάει ελλάδα μήπως δεν έχεις και τη γεύση της αρμύρας στο στόμα; αρμύρα ταξιδιάρικη, πονέμενα ταξιδιάρικη, όχι για αναψυχή
και η θάλασσα μας τραβάει, δε μας τραβάει; πλανεύτρα κ γητεύτρα, λαχταράμε μέσα στις γαλάζιες, ή σκοτεινές μπλέ, αγκάλες της να βυθιζόμαστε, σε σκαριά πάνω ή χωρίς, εκεί ανήκουμε. Και ο πόνος της γλυκός.
και ο αη Νικόλας ο άγιος της καρδιάς μας (μαζί με τον αη Φανούρη) ή μήπως τη νοιώθω εγώ αλλιώτικα της ελλάδα;
ένα δείγμα της παράστασης εδώ
Παίζουν οι ηθοποιοί: Τάσος Αντωνίου, Φρόσω Ζαγοραίου, Σαμψών Φύτρος, Μαρία Κόμη Παπαγιαννάκη, Θεμιστοκλής Καρποδίνης
Από ότι κατάλαβα παίζεται γενικώς το καλοκαίρι σε ένα θέατρο κοντά μας.
Έψαξα να βρω επικείμενες παραστάσεις αλλά δε βρήκα και πολλά, αυτά μόνο
23/7 Αττικό Άλσος
1/9 Πάρος
οπότε, έχετε το νου σας
α, και ψάχνοντας βρήκα μια συνέντευξη της κυρίας Παπαδημητρίου, που πολύ μου άρεσε, και ναι, ναι, συμφωνούμε, διαβάστε το σχόλιο της για τον Λ. Βογιατζή, πες τα χρυσόστομη, πες τα!
Και το χειμώνα ξανανεβαίνει στο θέατρο Μεταξουργείο! Τι ωραία, ένας χώρος που του ταιριάζει απόλυτα. Μη παραλείψετε ή καφεδάκι πριν τη παράσταση ή φαγητό μετά στο εστιατόριο της κυρίας Βαγενά. Ζεστός χωρός για ζεστές παρέες που ταιριάζουν με τη ζεστή παρέα του έργου.
βασισμένη σε επιστολές και γράμματα ναυτικών και άλλα θαλασσινά διαβάσματα κι ακούσματα και όχι μόνο...
με κέφι και ζωντάνια και γλυκόπικρη νοσταλγία
με νιάτα δροσερά, νιάτα που θαλασσοπλανεύονται και στεριοπεριμένουν
και με άρωμα ελλάδας γιατί κακά τα ψέματα, αν νοιώθεις στο αίμα σου να κυλλάει ελλάδα μήπως δεν έχεις και τη γεύση της αρμύρας στο στόμα; αρμύρα ταξιδιάρικη, πονέμενα ταξιδιάρικη, όχι για αναψυχή
και η θάλασσα μας τραβάει, δε μας τραβάει; πλανεύτρα κ γητεύτρα, λαχταράμε μέσα στις γαλάζιες, ή σκοτεινές μπλέ, αγκάλες της να βυθιζόμαστε, σε σκαριά πάνω ή χωρίς, εκεί ανήκουμε. Και ο πόνος της γλυκός.
και ο αη Νικόλας ο άγιος της καρδιάς μας (μαζί με τον αη Φανούρη) ή μήπως τη νοιώθω εγώ αλλιώτικα της ελλάδα;
ένα δείγμα της παράστασης εδώ
Παίζουν οι ηθοποιοί: Τάσος Αντωνίου, Φρόσω Ζαγοραίου, Σαμψών Φύτρος, Μαρία Κόμη Παπαγιαννάκη, Θεμιστοκλής Καρποδίνης
Από ότι κατάλαβα παίζεται γενικώς το καλοκαίρι σε ένα θέατρο κοντά μας.
Έψαξα να βρω επικείμενες παραστάσεις αλλά δε βρήκα και πολλά, αυτά μόνο
23/7 Αττικό Άλσος
1/9 Πάρος
οπότε, έχετε το νου σας
α, και ψάχνοντας βρήκα μια συνέντευξη της κυρίας Παπαδημητρίου, που πολύ μου άρεσε, και ναι, ναι, συμφωνούμε, διαβάστε το σχόλιο της για τον Λ. Βογιατζή, πες τα χρυσόστομη, πες τα!
Και το χειμώνα ξανανεβαίνει στο θέατρο Μεταξουργείο! Τι ωραία, ένας χώρος που του ταιριάζει απόλυτα. Μη παραλείψετε ή καφεδάκι πριν τη παράσταση ή φαγητό μετά στο εστιατόριο της κυρίας Βαγενά. Ζεστός χωρός για ζεστές παρέες που ταιριάζουν με τη ζεστή παρέα του έργου.
Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007
Τζελσομίνα
της Pierrette Dupoyet
Προσαρμογή Όλια Λαζαριδου/Βασίλης Μαυρογεωργίου
Πως είναι άραγε να ζείς στη μέση του πουθενά, ζωή της επιβίωσης μόνο, και ξαφνικά, έρχεται ένας άγνωστος, και τα συμφωνεί με τη μητέρα σου, και σε παίρνει μαζί του, να γίνεις "αρτίστα". Και πάς, γιατί έτσι, δεν αναγκάζεσαι, απλά πάς όπου η ζωή/επιβίωση σε πάει, ακολουθείς, και γίνεσαι η Σπυριδούλα αρτίστα πλάι με το Μητσαρα, να τον παρακολουθείς να σπάει αλυσσίδες, εγκλωβισμένη σε ένα τροχοσπιτο, ζεις ζωή/επιβίωση από πλατεία σε πλατεία και από τσίρκο σε τσίρκο. Μπουλούκι η ζωή/επιβίωση, γιατί όπως είπε και η "μάνα" αν της δώσεις ένα πιάτο φαί δε θα σε ταλαιπωρήσει, και όπως περιπλανάσαι εσύ, περιπλανάται και η ηθοποιός που σε ενσαρκώνει, και η ζωή γλυστρά από πάνω σου, αλλά κι όταν αποφασίσεις να φύγεις, δε φεύγεις, δεν αλλάζεις, ο Μήτσος σε γυρνά με τη βία πίσω, κι εσύ δεν αντιστέκεσαι, θα μπορούσες να φύγεις, αλλά στο τροχοσπιτο επιβιώνεις, και μέσα σου αναζητάς άλλα, και όταν εμφανίζεται κάποιος που σου τα δείχνει τα αλλά, γιατί άραγε τον αποκαλλείς τρελό, και ο τρελλός πεθαίνει, τον σκοτώνει ο Μήτσος, αφήνεις τον Μήτσο να τον σκοτώσει, όπως αφήνεις πάντα όλες τις καταστάεις της ζωής που σε εγκλωβίζουν στη ζωή/επιβίωση να σκοτώνουν (συνήθως με αργό και βασανιστικό θάνατο, δεν είναι έτσι;) τα άλλα όνειρα, γιατί κατά βάθος ξέρεις, δεν ήσουν φτιαγμένος για άλλα, για αυτά ήσουν φτιαγμένος, γιαυτό και αυτά έχεις, και όσο κι αν κραυγάζεις ότι θα τα αποκτήσεις τα άλλα, δεν, δεν, δεν. Μπορεί ακόμη και το πετραδάκι να έχει κάποια χρησιμότητα στη ζωή, αλλά ξέρεις ποιά είναι αυτή; Κι αν δε ξέρεις που χρησιμεύει το πετραδάκι, άντε τώρα να βρεις που χρησιμεύεις εσύ. Και παρακολούθα τη ζωή να γλυστρά από πάνω σου.
Μια πανέμορφη και μαγική παράσταση, η κ. Λαζαρίδου γεμίζει το χώρο, το τροχόσπιτο, τη νύχτα, τη ψυχή μας, και η ιστορίας της Σπυριδούλας, σε πάει, και η αίσθηση της περιπλάνησης είναι τόσο έντονη, περιπλανώμενες ψυχές δεν είμαστε όλοι μας; Προσπαθήστε να ταξιδέψετε μαζί της. Και να χαρείτε τη υπέροχη μουσική από τον Κωνσταντίνο Βήτα.
Ένα δείγμα, (μικρό πολύ μικρό) από τη μαγεία εδώ.
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου
Ερμηνεύει η Όλια Λαζαρίδου
10/7 στο Μουσείο Μπενάκη
14/7 στη Μικρή Επίδαυρο
κι αν είμαστε τυχεροί, το Σεπτέμβρη σε μια πλατεία κοντά μας.
* Με αφορμή αυτη την παράσταση έμαθα κι εγώ ότι η κ. Λαζαρίδου διατηρεί μπλογκ. Μια γλυκιά φωνή στο διαδύκτιο. Ουχί θεατρική. Απλά ανθρώπινη.
Προσαρμογή Όλια Λαζαριδου/Βασίλης Μαυρογεωργίου
Πως είναι άραγε να ζείς στη μέση του πουθενά, ζωή της επιβίωσης μόνο, και ξαφνικά, έρχεται ένας άγνωστος, και τα συμφωνεί με τη μητέρα σου, και σε παίρνει μαζί του, να γίνεις "αρτίστα". Και πάς, γιατί έτσι, δεν αναγκάζεσαι, απλά πάς όπου η ζωή/επιβίωση σε πάει, ακολουθείς, και γίνεσαι η Σπυριδούλα αρτίστα πλάι με το Μητσαρα, να τον παρακολουθείς να σπάει αλυσσίδες, εγκλωβισμένη σε ένα τροχοσπιτο, ζεις ζωή/επιβίωση από πλατεία σε πλατεία και από τσίρκο σε τσίρκο. Μπουλούκι η ζωή/επιβίωση, γιατί όπως είπε και η "μάνα" αν της δώσεις ένα πιάτο φαί δε θα σε ταλαιπωρήσει, και όπως περιπλανάσαι εσύ, περιπλανάται και η ηθοποιός που σε ενσαρκώνει, και η ζωή γλυστρά από πάνω σου, αλλά κι όταν αποφασίσεις να φύγεις, δε φεύγεις, δεν αλλάζεις, ο Μήτσος σε γυρνά με τη βία πίσω, κι εσύ δεν αντιστέκεσαι, θα μπορούσες να φύγεις, αλλά στο τροχοσπιτο επιβιώνεις, και μέσα σου αναζητάς άλλα, και όταν εμφανίζεται κάποιος που σου τα δείχνει τα αλλά, γιατί άραγε τον αποκαλλείς τρελό, και ο τρελλός πεθαίνει, τον σκοτώνει ο Μήτσος, αφήνεις τον Μήτσο να τον σκοτώσει, όπως αφήνεις πάντα όλες τις καταστάεις της ζωής που σε εγκλωβίζουν στη ζωή/επιβίωση να σκοτώνουν (συνήθως με αργό και βασανιστικό θάνατο, δεν είναι έτσι;) τα άλλα όνειρα, γιατί κατά βάθος ξέρεις, δεν ήσουν φτιαγμένος για άλλα, για αυτά ήσουν φτιαγμένος, γιαυτό και αυτά έχεις, και όσο κι αν κραυγάζεις ότι θα τα αποκτήσεις τα άλλα, δεν, δεν, δεν. Μπορεί ακόμη και το πετραδάκι να έχει κάποια χρησιμότητα στη ζωή, αλλά ξέρεις ποιά είναι αυτή; Κι αν δε ξέρεις που χρησιμεύει το πετραδάκι, άντε τώρα να βρεις που χρησιμεύεις εσύ. Και παρακολούθα τη ζωή να γλυστρά από πάνω σου.
Μια πανέμορφη και μαγική παράσταση, η κ. Λαζαρίδου γεμίζει το χώρο, το τροχόσπιτο, τη νύχτα, τη ψυχή μας, και η ιστορίας της Σπυριδούλας, σε πάει, και η αίσθηση της περιπλάνησης είναι τόσο έντονη, περιπλανώμενες ψυχές δεν είμαστε όλοι μας; Προσπαθήστε να ταξιδέψετε μαζί της. Και να χαρείτε τη υπέροχη μουσική από τον Κωνσταντίνο Βήτα.
Ένα δείγμα, (μικρό πολύ μικρό) από τη μαγεία εδώ.
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου
Ερμηνεύει η Όλια Λαζαρίδου
10/7 στο Μουσείο Μπενάκη
14/7 στη Μικρή Επίδαυρο
κι αν είμαστε τυχεροί, το Σεπτέμβρη σε μια πλατεία κοντά μας.
* Με αφορμή αυτη την παράσταση έμαθα κι εγώ ότι η κ. Λαζαρίδου διατηρεί μπλογκ. Μια γλυκιά φωνή στο διαδύκτιο. Ουχί θεατρική. Απλά ανθρώπινη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)