Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010

Το Μικρόβιο του Έρωτα


YUPIII!!!!!! (ελληνιστί ΓΙΟΥΠΙΙΙ!!!!!)
και ναι, η ζωή είναι απλή και ωραία!


Πήγα με μισή καρδιά. Η όπερα και η οπερέτα δε με χαλάνε, αλλά σπάνια είναι πρώτες επιλογές. Ειδικά η οπερέτα. Αλλά Κέντρος και Μάνια Παπαδημητρίου, δεν υπήρχε περίπτωση να μη πάω. Παρακολουθώ πιστά και τους δυό τους, οπότε, δεν υπήρχε περίπτωση. Και ευτυχώς. Όχι εξαιτίας τους, που ούτως ή άλλως ήταν εξαιρετικοί και για άλλη μια φορά δικαίωσαν την αγάπη που τους έχω. Όχι. Για τη παράσταση. Για το όλο θέαμα. Κατάλαβα γιατί η βιομηχανία του Χόλυγουντ αναπτύχθηκε μετά το κραχ στην Αμερική. Το κατάλαβα με το πετσί μου και με όλο μου το είναι.
Μέσα σε όλη αυτήν την μιζέρια, την απαισιοδοξία, τη μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, επιτέλους το μυαλό ξέφυγε και θυμήθηκε. Και έζησα για τρεις ώρες, πλούσια κουστούμια και σκηνικά, ρομαντικές μελωδίες, ομορφιά, elegance, η σκηνή να γεμίζει από ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορευτές, ο χώρος από τα χορωδιακά και τις μουσικές της ορχήστρας, εικόνες μιας άλλης εποχής και κυρίως το άρωμα, η φρεσκάδα της, η ατμόσφαιρά της. Και μια γλυκιά ελαφράδα, κι ας αναφέρεται σε εποχές δύσκολες, καταστροφή Σμύρνης, Χίτλερ, φτώχεια μεσοπολέμου. Μέσα σε εκείνη τη μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, τόση ουσία, μουσική και έρωτας, αξιοπρέπεια και δημιουργία. Αλάφρωσα. Ξαλάφρωσα. Κι αφέθηκα. Κι έφυγα σιγοτραγουδώντας. Λίγα λουλούδια αν θέλεις φέρε μου...

Το έργο δεν είναι η οπερέτα του Γιαννίδη/Κωνσταντινίδη/Dorres. Δανείζεται το τίτλο της πρώτης οπερέτας που έγραψε στο Βερολίνο και μας ταξιδεύει στη ζωή του. Και στα τραγούδια του. Γεννήθηκε ως Γιάννης Κωνσταντινίδης στη Σμύρνη σε εύπορη οικογένεια. Στη Σμύρνη των 40 θεάτρων! Το πιστεύετε αυτό; Σαράντα! Λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή πήγε στο Βερολίνο για μουσικές σπουδές. Λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής αναγκάστηκε να εργαστεί σε καμπαρέ και στο βουβό κινηματογράφο. Παρέα με τον Σκαλκώτα (!) και μαθητής ενός νέου συνθέτη που μόλις είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται, του Βάιλ (!). Εκεί, επειδή το όνομα του ήταν δυσκολοπροφόρετο, το έκανε Costa Dorres. Το 31, λόγω της ανόδου του φασισμού στη Γερμανία, αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Και για δεύτερη φορά τα χάνει όλα και πρέπει να ξαναρχίσει από την αρχή. Δικτυώνεται στα μουσικά θέατρα της Αθήνας, αλλά επειδή υπάρχει ήδη ένας γνωστός συνθέτης με το όνομα Κωνσταντινίδης, μετονομάζεται σε Κώστας Γιαννίδης. Παράλληλα με το "ελαφρό" τραγούδι ασχολείται και με τη μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και συνθέτει κλασσική μουσική εμπνευσμένη από αυτήν. Πέθανε το 1984, πλήρης ημερών, μια μέρα πριν τον Τσιτσάνη. Στη κηδεία του Τσιτσάνη λαϊκό προσκύνημα. Στη δική του μόνο δώδεκα άτομα και παντελής απουσία της πολιτείας. Δεν πειράζει. Η ζωή εκτός από απλή και ωραία, είναι και άδικη, αλλά δεν έχει σημασία, γιατί όπως λέει και ο ίδιος στο έργο
Ο κύριος Γιάννης Κωνσταντινίδης, Κώστας Γιαννίδης, Costa Dorres έζησε με αξιοπρέπεια, καλά και διακριτικά. Αγάπησε τη Ζωή, σεβάστηκε τη Μνήμη και τίμησε την Ηδονή. Γι' αυτό κι έφυγε πλήρης και μπήκε στο θάνατο με μάτια ανοιχτά.

Μπροστά σε αυτό σιωπώ. Και σας αφήνω με μια διασκευή ενός τραγουδιού που πολύ αγαπάμε κι εγώ και ο γιός μου εδώ.

Μουσική: Κώστας Γιαννίδης
Ιστορική, μουσική έρευνα-Κείμενο- Διασκευή κειμένων: Λάμπρος Λιάβας
Λοιποί Συντελεστές εδώ



Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

Κρυφά Απογεύματα

του Δημήτρη Μωραϊτη

Αφορμή του έργου ένα φρικιαστικό γεγονός. Το 2005 δύο Ιρανοί έφηβοι, εκτελέστηκαν δημόσια, δια απαγχονισμού, με τη κατηγορία του βιασμού ενός 13χρονου. Πιθανότατα ο βιασμός ήταν μια φτιαχτή κατηγορία, και τα δύο παιδιά ουσιαστικά εκτελέστηκαν επειδή ήταν ομοφυλόφιλοι.

Δύο νέοι άνδρες, γνωρίζονται τυχαία, ερωτεύονται. Για κακή τους τύχη είναι Ιρανοί, και ο έρωτας τους δε μπορεί να είναι παρά μια σειρά από κρυφές συναντήσεις, σε μια αποθήκη, τα κρυφά τους απογεύματα.
Ο Μαχμούντ, απόλυτα συνειδητοποιημένος για το ποιός είναι, πως είναι φτιαγμένος, τι θέλει. Βλέπει πως είναι η ζωή αλλού, δε πιστεύει ότι αυτό που κάνει είναι κακό, θέλει να φύγει, να μπορέσει να ζήσει όπως του ταιριάζει. Ελεύθερος. Πιστός στον εαυτό του. Και στον Θεό, όπως αυτός τον πιστεύει.
- Δε κάνουμε τίποτα κακό.
- Τότε γιατί κρυβόμαστε;
Ο Τζιλάλ, κομμάτι της κοινωνίας που τον έθρεψε, ορίζει το σωστό με βάση τους νόμους, φορές επιτίθεται στον Μαχμούντ που με την ύπαρξη του του γεννάει επιθυμία, και τον κάνει να παραβαίνει τους κανόνες. Θέλει να κάνει αυτό που περιμένουν οι άλλοι, οι γονείς, η κοινωνία. Να μη πληγώσει. Πιστός στο καθήκον. Και στον Θεό, όπως του τον δίδαξαν.

Κάποια στιγμή θα βρεί τη δύναμη και θα αντισταθεί στη φύση του, να παντρευτεί, να μπορέσει να πάει στη θάλασσα, ανταμοιβή μιας "φυσιολογικότητας".

Ο Μαχμούντ πάλι όχι, κι έτσι αναπόφευκτα, θα έρθει η στιγμή της ανακάλυψης, και η τιμωρία. Δημόσια εκτέλεση.

Για μας στη Δύση, που το συγκεκριμένο ερώτημα το έχουμε απαντήσει προ πολλού, είναι εύκολο να δούμε το δίκιο που έχει ο Μαχμούντ, και δε μπορούμε παρά να σοκαριστούμε από το κατατρεγμό και τη δολοφονία κάποιου, μόνο και μόνο επειδή είναι ομοφυλόφιλος.
Για κάποιον όμως που έχει μεγαλώσει αλλιώς; για κάποιον σαν τον Τζιλάλ, που με φυσικότητα λέει ότι αφού εκείνη η γυναίκα απάτησε τον άντρα της καλώς λιθοβολήθηκε;

Και αν έρθω στη δική μου κοινωνία, έχω και εδώ νόμους. Ποιός θα κρίνει ποιος είναι παράλογος και ποιος όχι; Και τι πρέπει να κάνω αν θεωρώ μια σύμβαση της κοινωνίας μου απάνθρωπη; Έχω το δικαίωμα να παρανομώ; Εδώ σε θέλω, γιατί την απάντηση δεν την έχω. Δε θα είμασταν τόσο ανοικτοί σαν κοινωνία, αν κάποιοι δεν είχαν αγωνιστεί για να αλλάξουν κάποιους νόμους, πολλές φορές παρανομώντας. Αλλά ποιός θα κρίνει; Ποιός θα αποφασίσει που μπορώ και που δε μπορώ; Για τον Τζιλάλ, η επιθυμία που νοιώθει είναι έγκλημα παρόμοιο με αυτό αυτό που θα ένοιωθα εγώ αν ήθελα να σκοτώσω κάποιον. Μήπως κάτι που εγώ θεωρώ απόλυτα φυσικό τώρα, σε πενήντα χρόνια οι άνθρωποι θα το βρίσκουν φρικιαστικό; Και τι κάνω με τη φύση μου; Πότε τη δαμάζω και πότε όχι; Δε ξέρω. Αυτό το ερώτημα δε δύναμαι να το απαντήσω.

Το έργο έχει υπέροχη αισθητική, και τα βλέμματα των ηθοποιών πραγματικά μιλάνε από μόνα τους. Μου άρεσε που η αφήγηση ήταν παράλληλη, στιγμιότυπα από τα κρυφά τους απογεύματα, εναλλάξ, από την αρχή του τέλους, όταν είχαν αρχίσει να τους ανακαλύπτουν, και από την αρχή της σχέσης, όταν όλα είναι λίγο πιο απλά, όσο απλά μπορεί να είναι τα πράγματα όταν ζεις μια απαγορευμένη σχέση.



Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μωραίτης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Βουβάκης, Τάκης Παρασκευόπουλος, Ανέστης Χρυσάφης

Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2010

Για να γίνει ο χρόνος καινούργιος

αφήγηση παραμυθιού εμπνευσμένο από τη Θεογονία του Ησίοδου, από τον Διονύση Σαββόπουλο


Πέρυσι, είχα τη τύχη να ζήσω μια μαγική εμπειρία. Στο μικρό Παλλάς, αφήγηση παραμυθιού από τρεις μεγάλους παραμυθάδες, το Διονύση Σαββόπουλο, τη Ρηνιώ Κυριαζή και τη Φένια Παπαδόδημα. Ήμασταν στη πρώτη σειρά και εξολοκλήρου μέσα στη μαγεία εκείνης της παράστασης. Μια πρώτη και επιτυχημένη απόπειρα να μοιραστώ με τον Ιάσονα την αγάπη μου για τον Σαββόπουλο, για να μπορεί κι αυτός να πει κάποια μέρα, τον είχα δει και εγώ ζωντανά, όπως μπορώ και λέω εγώ για τον Κατράκη.
Όταν φέτος έμαθα, για το παρόμοιο εγχείρημα στο μέγαρο μουσικής, δεν υπήρχε περίπτωση να λείπουμε. Μπαίνουμε μέσα, και με έπιασε η καρδιά μου, ο χώρος αχανής, (τό 'ξερα δεν το' ξέρα;) και λέω, ωραία, την κάτσαμε. Δεν υπάρχει περίπτωση μέσα σε αυτό το χάος, και τόσο μακριά που καθόμαστε, να δημιουργηθεί καμία ατμόσφαιρα ικανή να καθηλώσει τον Ιάσονα.

Ευτυχώς, έκανα λάθος.

Ο κύριος Σαββόπουλος, περιτριγυρισμένος από παιδιά, στο βάθος της σκηνής σκηνικά που γεμίζουν όλον τον χώρο, και η φωνή του άρχισε να μας ταξιδεύει. Θεογονία, κοσμογονία, η ταυτότητά μας και όσα μας καθορίζουν, όλα μαζί, δεμένα και αποκαλυπτικά. Και τα σκηνικά να αλλάζουν, να πάλλονται, να λένε κι αυτά την ιστορία, τα εμβόλιμα τραγούδια να συμπληρώνουν, να εντείνουν. Και όσο προχωρά η αφήγηση, οι επί της σκηνής να συμμετέχουν όλο και πιο πολύ, και μια γιορτή να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Σαν να είχαμε όλοι μαζί πάει μια ωραία εκδρομή, και να χορεύαμε και να τραγουδάγαμε όλοι παρέα. Το όλο ήταν απόλυτα τρυφερό, γλυκό, παιχνιδιάρικο, ζωντανό και αισθητικό.

Μην το χάσετε!


(Και μια πίκρα που δυστυχώς μου βγαίνει και με τίποτα δε φταίει ο κ. Σαββόπουλος. Το όλο ήταν και απόλυτο πολιτικό, έτσι το εξέλαβα αρχικά. Όταν όμως το ξανασκέφτηκα, δυστυχώς το political statement χάνεται στη προσβασιμότητα, που κακά τα ψέματα είναι μόνο για μια ελίτ, στην οποία, από ότι φαίνεται, ακόμη ανήκω, έστω και οριακά. Στο τέλος ο κ. Σαββόπουλος προσκαλεί τα παιδιά να ανέβουν στη σκηνή, και φυσικά μόνο τα παιδάκια που ήταν στην πλατεία πρόλαβαν να χωρέσουν. Ξέρω κακίες, αλλά τι να κάνω, ζήλεψα.)


Σκηνοθεσία: Σοφία Σπυράτου
Αφήγηση: Διονύσης Σαββόπουλος, Ρηνιώ Κυριαζή
Παίζουν οι μουσικοί: Σταύρος Λάντσιας, Γιώτης Κιουρτσόγλου
συμμετέχουν η Φένια Παπαδόδημα, παιδιά, χορευτές και 2 ξυλοπόδαροι (συγνώμη δε μπόρεσα να βρω τα ονόματα)

στο Μέγαρο Μουσικής