Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Καθόλου Καλά

της Ούρσουλα Ράνι Σάρμα

Η Κόρα και ο Μίκυ, δύο αδέλφια, μεγαλωμένα στην ιρλανδική επαρχεία, από κάποιο Θείο, θεία, ασαφές, γιατί μάλλον η μητέρα τους έχει πεθάνει, παρατημένα εκεί, παραμελημένα, βιωνουν την αδιαφορία, και η Κόρα, έρμαιο στη παιδική σεξουαλική κακοποίηση από ένα πελάτη του μπαρ των θείων της. Μοναδική τους ζεστασιά η φαντασίωση της φυγής. Και ο Μίκυ, αν και δε θέλει να μη κάνει το καλό, ξέρει πιο είναι το καλό, μετατρέπεται σε εγκληματία. Σκοτώνει το βιαστή της αδερφής του επειδή εκείνη του το ζήτησε, όπως μετά χτυπάει και τον αστυνομικό επειδή την έριξε κάτω.

"Πάντως ήταν αυτοάμυνα. Δηλαδή, αν η Κόρα ήταν πιο δυνατή έτσι θα τον χτυπούσε κι αυτή, αλλά είναι αδύνατη, άρα ποιός θα την προστατέψει;"

Α ρε Μίκυ, στα δεκαπέντε σου φονιάς και φυγάς.
Α ρε Κόρα, ορφανή, παιδιά χωρίς γονείς, χωρίς κάποιον ενήλικα να τα φροντίσει.

Όπως λέει και η συγγραφέας σε συνέντευξη της στο πρόγραμμα της παράστασης

"Πάντα πίστευα ότι η αθωότητα της παιδικής ηλικίας είναι ένα δώρο, και η κλοπή ή η απωλεια αυτής της αθωότητας μια τραγωδία"

Και οι αποδέκτες απλά τραγικές φιγούρες. Και ναι,
"Κάτι δε μου πήγαινε καλά με αυτούς τους δύο. Καθόλου καλά"
Φυσικά, όταν μεγαλώνει κανείς μόνος δε μπορεί παρα να μην είναι "καθόλου καλά"

Το θέμα σοβαρό, το έργο το βρήκα λίγο επιφανειακό, αλλά παρόλαταύτα δημιουργεί τις σκέψεις. Η παράσταση, έντονη, με ένταση, να γροθοκοπάει το μυαλό με την ένταση της, και να μπαίνει η ιστορία στο μελανιασμένο μυαλό, πιο έντονα. Το σύνολο όμως το βρήκα λίγο ασυνεχές.




Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ιωάννα Παππά, Όμηρος Πουλάκης, Γιώργος Γάλλος

στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

Οι τρεις σωματοφύλακες (παιδικό)

& τα διαμάντια της Βασίλισσας

βασισμένο στο έργο του Αλέξανδρου Δουμά
Διασκευή: Κάρμεν Ρουγγέρη



Η γνωστή και πολυαγαπημένη μας ιστορία του νεαρού Νταρτανιάν (κατά Ιάσωνα "καστανάς") που αφήνει την γαλλική επαρχία και φτιάχνει τη τύχη του στο Παρίσι. "Προσόντα όταν έχεις το θάρρος το μυαλό, σίγουρα θα πετύχεις αυτό είναι φανερό" Μικροπαρεξηγήσεις και φιλίες δυνατές γεννιούνται. " Ένας για όλους και όλοι για έναν". Περιπέτεια. Εμπόδια που ξεπερνιούνται. Ομορφη παράσταση για παιδιά, γεμάτη ζωντάνια και κέφι, με όμορφη μουσική σε αναγεννησιακό στυλ, να ταιριάζει με την εποχή.

Μια ακόμη πολύ καλή δουλειά από τη κ. Ρουγγέρη, όπως μας έχει συνηθίσει.



Σκηνοθεσία: Κάρμεν Ρουγγέρη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Βλάχου, Αντώνης Δημητροκάλης, Λουκάς Ζήκος, Γιώργος Κατινάς, Αλέξανδρος Κομπογιώργος, Φώτης Μπατζάς, Γιάννης Νικολάου, Τάσος Παπαδόπουλος, Ελεάνα Παπαδοπούλου, Μαρία Πίγκου, Ζήσης Ρούμπος, Χριστίνα Φρονίστα


Στο θέατρο Κιβωτός

Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007

Μπλε Μελαγχολία

των Μανου Ελευθερίου, Μαρω Δουκα, Μενιου Κουμανταρέα

Τρεις μονόλογοι, τρία μονόπρακτα με κεντρικό άξονα τη μετανάστευση. Τρεις ξένοι στην Ελλάδα. Τρεις ιστορίες.
Ο πολωνός ηθοποιός με τις σπουδές, τη καλιέργεια, που καθαρίζει σπίτια.
Ο αλβανός νεαρός που δε μπορεί να είναι νεαρός. Στα είκοσι πρέπει να είναι ώριμος. Αδυνατεί και πληρώνει το τίμημα.
Και η μεσαία ιστορία, η συγκλονιστική ιστορία μιας ουκρανής, που την εκμεταλεύονται, που τη χρησιμοποιούν. Αυτά που περιγράφει σοκάρουν. Δεν έχει σημασία να η κ. Μάρω Δούκα βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν συμβεί, όσο φρικαλέα κι αν είναι δυστυχώς δε με εξέπληξαν. Μπορεί να στρουθοκαμηλίζω και να μη σκέφτομαι τη πιθανότητα να συμβαίνουν αλλά μέσα μου ξέρω ότι στη δημοκρατική δύση και αυτό είναι πιθανό.

Όχι δεν είναι τόσο οι δυσκολίες που οι τρεις άνθρωποι συναντούν. Δεν είναι τα γεγονότα της ζωής τους που τους κάνουν τραγικές φιγούρες. Θα μπορούσαν να είναι οι ιστορίες του οποιουδήποτε. Όμως αυτοί οι τρεις άνθρωποι έχουν μία επιπλέον δυσκολία να αντιμετωπίσουν. Κάτι που όλα τα ισοπεδώνει και τους προσδίδει το ίδιο χρώμα στις εμπειρίες τους. Είναι και αισθάνονται ξένοι. Οι δυσκολίες τους τόσο πιο έντονες επειδή είναι ξένοι. Και ξένοι θα παραμείνουν. Όχι ευπρόσδεκτοι. Με λαχτάρα να ήταν. Με λαχτάρα να γίνουν έλληνες πολίτες. Με λαχτάρα να ενσωματωθούν. Να ανήκουν.

"Να περισσεύεις παντού. Να μη χωράς πουθενά. Να σου πει η πατρίδα σου "Φύγε, είμαστε πολλοί". Να σου πούνε αλλού "Φύγε. Με ενοχλείς. Με στριμώχνεις"

Και στη ξένη χώρα δεν είσαι πια ο Μάρεκ, η Ιρίνα, ο Αλτίν αλλά ο πολωνός, η ουκρανή, ο αλβανός. Όλη σου η ύπαρξη να χρωματίζεται από το ότι είσαι ο "ξένος". Η ταμπέλλα, η εττικέτα. Δε προλαβαίνεις να εξηγήσεις, να είσαι εσύ, πρώτα από όλα είσαι ο "ξένος"

Να είσαι ο κανένας. Μάτια που σε κοιτάνε να μη σε βλέπουνε. Και να έχεις ανάγκη να σε δουν. Να πάψεις να είσαι όλο απέναντι.

Θυμήθηκα τη Ντιάνα, μουσικός στη Βουλγαρία, εν Ελλάδι κάνει αποτριχώσεις. Δεν έχει σημασία. Κι εγώ θα το έκανα για να επιβιώσω. Και το έχω κάνει. Οι χαμοδουλειές είναι αναγκαίες μερικές φορές και τιμή μας και καμάρι μας που μπορούμε και τις κάνουμε. Όμως η Ντιάνα, εν Ελλάδι λέγεται Άρτεμις, το άλλαξε το όνομα της, και μαζί με αυτό, στη προσπάθεια να ανήκει, να χωρέσει, χάνει πολλά από τα κομμάτια της Ντιάνας. Και άραγε, η Άρτεμις της ταιριάζει, άραγε η Άρτεμις αξίζει το κόπο, τα κομμάτια της Ντιάνας που μείνανε πίσω στη Βουλγαρία αξίζαν να χαθούν;
Και πόσα ακόμα χάνει κάθε φορά που το βλέμμα που στρέφεται πάνω της δε βλέπει ούτε τη Ντιάνα, ούτε την Άρτεμη, αλλά τη Βουλγάρα. Αναρωτιέμαι.

Μια παράσταση συμπαθητική, αξίζει να τη δει κανείς για τις εξαίρετες ερμηνείες και των τριών νεαρών ηθοποιών. Και πιο πολύ για τη νέα κοπέλα, την Λουκία Μιχαλοπούλου, που το βράδυ που την είδα εγώ τουλάχιστον, βίωνε αληθινά πάνω στη σκηνή την ιστορία της Ιρίνα. Εκπληκτική πράγματι. Μπράβο της.




Σκηνοθεσία: Γιώργος Μιχαηλίδης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Πέτρος Σπυρόπουλος, Λουκία Μιχαλοπούλου, Μάνος Καρατζογιάννης

Στο Ανοιχτό Θέατρο

Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;

του Edward Albee

Πως γίνεται εγώ που δηλώνω θεατρόφιλη να μην είχα δει αυτό το έργο; Πως;

Η Μάρθα και ο Τζωρτζ, ένα ζευγάρι παντρεμένο για είκοσι τρία χρόνια. Μια κοινή ζωή, σχέδια και όνειρα που κάνανε στη νιότη τους και δε πραγματοποιήθηκαν, οι ματαιώσεις της ζωής. Όλα αυτά κομμάτι τους, μέσα τους να υποβόσκουν και δειλά δειλά να βγαίνουν προς τα έξω. Κι έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, που όλα τα ανομολόγητα, που όμως και οι δύο τα γνωρίζουν πολύ καλά και πονάνε για αυτά, πρέπει να βγουν έξω, πρέπει να ειπωθούν, όσο σκληρό κι αν είναι αυτό. Για να μπορέσουν να επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους, να τη λυτρώσουν από τα ανεκπλήρωτα και να τη στηρίξουν σε αυτό που είναι σήμερα. Μια δύσκολη νύχτα, παρουσία ενός ξένου ζευγαριού, θα τα εκθέσουν, θα εκτεθούν, να μην υπάρξει αμφιβολία, οι αλήθειες να μη μένουν με αμφιβολία στη ψυχή, αλλά στο φως, ξεγυμνωμένες, με υπόσταση. Μόνο αν τις αντικρίσουν κατάματα θα μπορέσουν πια να απελευθερωθούν από αυτές και να προχωρήσουν.
Η Μάρθα, κόρη του προέδρου του Πανεπιστημίου, παντρεύτηκε τον Τζωρτζ, τότε νεαρό καθηγητή. Παντρευτήκανε επειδή αγαπηθήκανε, η προφανής προσδοκία ότι ο Τζωρτζ κάποια στιγμή θα έπαιρνε τη θέση του πατέρα της. Αυτό δε το κατάφερε.
Και τη βλέπουμε αυτή τη νύχτα, να τον εξευτελίζει, να τον πατάει, να τραβάει το σκοινί, κι άλλο, κι άλλο, μέχρι να σπάσει. Αυτός δεν αντεπιτίθεται. Φαίνεται μαλθακός. Δέχεται τον διασυρμό.

- Εσύ νομίζεις ότι μπορείς να με εξευτελίζεις, να με ταπεινώνεις
- Εσύ μπορείς να το αντέξεις
- Όχι, δε μπορώ να το αντέξω
- Μπορείς. Για αυτό με παντρεύτηκες


Κάποια στιγμή σα μανιασμένο ζώο, επιτίθεται στους καλεσμένους, το φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι με όλη τη ζωή και την επιτυχία μπροστά του. Ξεσπάει εκεί γιατί κάπου πρέπει να ξεσπάσει. Και είδατε έχετε και εσείς ανομολόγητες αλήθειες που και οι δύο σας τις ξέρετε και αποφεύγετε να τις δείτε. Τους ξεγυμνώνει για να μην ξεγυμνώσει τη Μάρθα. Και η Μάρθα συνεχίζει να τραβάει το σκοινί.

- Με σιχαίνομαι. Πέρασα τη ζωή μου με ψίχουλα

Λέει η Μάρθα κάποια στιγμή και είχα την εντύπωση ότι αναφερότανε στη ζωή που χαράμισε δίπλα σε έναν άντρα που αποδείχτηκε λίγος. Που να ήξερα ότι αναφερότανε και στον εαυτό της που ήτανε λίγος. Και ότι ο Τζωρτζ προσπαθεί όλη αυτήν τη δύσκολη νύχτα να τη προστατέψει από τη συνειδητοποίηση. Όμως πια δε πρέπει να τη προστατεύει. Μόνο αν αφήσει πίσω της τα όνειρα του παρελθόντος και φτιάξει καινούργια θα μπορέσει να γίνει ευτυχισμένη. Η Μάρθα το ξέρει αυτό και για αυτό συνεχίζει να τραβάει το σκοινί. Μέχρι να σπάσει.

Μόνο αυτός μπορεί να με κάνει ευτυχισμένη, αυτός που με κρατάει σφικτά τη νύχτα και εγώ τον δαγκώνω.
Μπορεί να με κάνει ευτυχισμένη μόνο που εγώ δε θέλω. Ένα πράγμα δε θα του συγχωρέσω , ότι τα παράτησε στη μέση.


Αλλά ο Τζωρτζ δε τα παρατάει στη μέση. Μένει εκεί.

Μια νύχτα θα του σπάσω τη ραχοκοκαλιά

Και του τη σπάει, κι επιτέλους, βίαια, της δίνει αυτό που ασυνείδητα ζητούσε. Την αλήθεια. Λύτρωση και για τους δύο της. Η νύχτα τελειώνει, οι καλεσμένοι φεύγουν. Ξημερώνει. Αυγή και για τους δυο τους.


* Δε σας λέω ποια η τελική αποκάλυψη για να μη το χαλάσω σε όσους δε ξέρουν το έργο.



Η παράσταση είναι εύστοχα στημένη, χωρίς υπερβολές, η μουσική συνοδεύει όπως πρέπει. Πολύ δυνατές ερμηνείες από όλους τους συντελεστές. Η κ. Βαγενά καταφέρνει πάντα να μεταμορφωθεί και να με κάνει να νιώσω ότι μου συστήνει κάθε φορά και μια άλλη γυναίκα, να μπω στο πετσί αυτής της γυναίκας, να τη βιώσω.
Άλλη μια από τις φετινές παραστάσεις που συστήνω ανεπιφύλακτα.
Για όσους βέβαια, είχαν τη τύχη να το έχουνε δει με Καρέζη, Καζάκο, Βαλτινό και Λαζαρίδου, δε ξέρω τι να πω. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Η μητέρα μου αρνείται να το ματαδεί, μία θεία μου που είχε εκείνη την εμπειρία, αναπόφευκτα έκανε και τη σύγκριση και δήλωσε (κι αν θέλετε το πιστεύετε ) ότι της άρεσε περισσότερο η φετινή παράσταση.


Σκηνοθεσία: Ελένη Μποζά
Παίζουν οι ηθοποιοί: Άννα Βαγενά, Γιώργος Νινιός, Γιασεμί Κηλαηδόνη, Γιώργος Χρυσοστόμου


Στο θέατρο Μεταξουργείο

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Σοφία Λασκαρίδου – Το Ταξίδι μιας ζωής

του Γιάννη Μαργαρίτη



Μιά όμορφη αναφορά στη ζωή της Σοφίας Λασκαρίδου από την Λεμονιά

Τη Σοφία Λασκαρίδου δεν την ήξερα, δεν την είχα ακουστά και θαύμασα το ποια ήταν, τι έκανε, τη δύναμη της να υπάρξει έτσι όπως υπήρξε.
Ζωγράφος. Η ανάγκη της να υπηρετήσει τη τέχνη της την ώθησε να διεκδικήσει και να είναι η πρώτη γυναίκα που σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου. Η ίδια ανάγκη την έστειλε στο Μόναχο για περεταίρω σπουδές. Πνεύμα ελεύθερο, μεγαλωμένη σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που της έδωσε τη πολυτέλεια να εκφράσει αυτήν την ελευθερία του πνεύματος της, έζησε σύμφωνα με την αλήθεια της.
Προσπαθώ να φανταστώ τι «γυναίκα», τι «άνθρωπος» θα έπρεπε να ήταν όταν διαβάζω στο πρόγραμμα « Άφοβη με το κουτί της ζωγραφικής εις το χέρι έτρεχε τα βουνά και τους κάμπους της Αττικής και με το μικρό της ρεβόλβερ εις τη τσέπην εταξίδευε μόνη ζωγραφίζουσα, Νησιά, Στερεάν και Πελοπόννησον» και παίρνω ένα μάθημα για τη δικιά μου τη ζωή.
Κι έχω την αίσθηση ότι ήταν πρωτοπόρος, όχι γιατί είχε σκοπό να ανοίξει το δρόμο για τις γυναίκες, ή γιατί ήθελε να κατακτήσει κάποια δικαιώματα. Ήταν πρωτοπόρος απλά ζώντας όπως την πρόσταζε η φύση της.

Ο Γιάννης Μαργαρίτης εμπνέεται από αυτόν τον άνθρωπο και μας καταθέτει στιγμές από τη ζωή της. Τη ζωή μιας γυναίκας. Όχι τόσο τα γεγονότα του παρελθόντος της, ναι και αυτά, αλλά κυρίως το τρόπο που τα βίωσε. Την ουσία τους;

Η παράσταση ξεκινά με τη ζωγράφο, στη δύση της ζωής της, να καίει γραπτά της και επιστολές. Να απαλλάξει τους κληρονόμους της από το βάρος της μνήμης που κουβαλούν; να προστατέψει το παρελθόν της από έκθεση μη αρμόζουσα στο περιεχόμενο του; Εξάλλου
«αυτά που αξίζουν να μείνουν δε μπορούν να καταγραφούν», δε θα τα βρει κανείς μέσα στις καταγεγραμμένες σκέψεις της, τις αποκομμένες από το βίωμα.
Η μνήμη κατοικεί μέσα μας.
Και το γεγονός της ζωής χρωματίζεται από το συναίσθημα που δημιουργεί.

Σαφέστατα η δικιά της ζωή, χρωματίστηκε από τον έντονο πόνο από την αυτοκτονία του αγαπημένου της, του ποιητή Περικλή Γιαννόπουλου. Παρόλαταυτα την έζησε στο έπακρο και τη τίμησε. Μόνο να, "ελπίζω όταν φύγει η ψυχή να γίνει κάτι άλλο, να μην υποχρεωθεί στο καταναγκασμό της ζωής ξανά" (Ζητώ συγνώμη δε τα θυμάμαι ακριβώς τα λόγια, αλλά νομίζω ότι την ουσία τους τη μεταφέρω)


Τα κείμενα της παράστασης είναι βασισμένα στην αυτοβιογραφία της ζωγράφου, σε μαρτυρίες συγγενών και σε ελάχιστες προσωπικές μνήμες του Γιάννη Μαργαρίτη.
Σκέφτομαι πόσο υπέροχο να γνωρίσεις έναν τέτοιον άνθρωπο. Δεν εκπλήσσομαι που τον εμπνέει να δημιουργήσει μια τόσο όμορφη παράσταση. Η Χρυσάνθη Δούζη πολύ όμορφα μας μεταφέρει κάτι από την ουσία της ζωγράφου, ίσως κάτι κι από τη ψυχή της. Μοναδική μου ένσταση, η παρουσία του Χρήστου Θηβαίου, που ήταν κάπως αμήχανος και δεν έδενε με το όλο κλίμα. Η μουσική του, που ως επι το πλείστον ήταν ποίηση του ποιητή και αγαπημένου της ζωγράφου, Περικλή Γιαννόπουλου, και πρόσθετε στο κείμενο, θα μπορούσε ίσως να ενταχθεί με κάποιον άλλον τρόπο.






Σκηνοθεσία: Γιάννης Μαργαρίτης
Παίζουν οι: Χρυσάνθη Δούζη, Χρήστος Θηβαίος

Στο θέατρο της Άνοιξης