Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2008

99%

του Άρη Δαβαράκη

Μπαίνουμε μέσα, καθόμαστε, στη σκηνή μέσα σε ένα κλουβί οι ηθοποιοί, κάθονται, περιφέρονται, κουβεντιάζουν μεταξύ τους, τσουλάνε το χρόνο. Εμφανίζονται οι δεσμοφύλακες με τα γκλομπς. Κλείνουν τα φώτα, απόλυτο σκοτάδι, ησυχία. Και ξαφνικά ο ήχος των γκλομπ που χτυπάνε στο σίδερο, να μη ξέρεις από που θα σου έρθει ο επόμενος κρότος. Τρόμος. Μιά ελάχιστη αίσθηση από το να είσαι κλεισμένος σε ένα κλουβι, και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι να ακούς θορύβους, να ακούγονται τόσο κοντά, να νιώθεις να τραντάζεται το είναι σου. Πόσο κράτησε; Ένα λεπτό; Δύο; Μου φάνηκε αιώνας, πέφτει το φως στη σκηνή και πέρνω βαθιά ανάσα ανακούφισης. Πως το αντέχουν οι φυλακισμένοι ολόκληρη νύχτα; Συνηθίζουν άραγε;

Το τελευταίο βράδυ πριν την αποφυλάκιση τους, τέσσερις κρατούμενοι, λίγο πριν ξανααποκτήσουν την ελευθερία τους. Το θέλουν. Το φοβούνται. Η τραγωδία του να μην έχεις που να πας, να μην έχεις κάποιον να σε περιμένει, μόνο τα φαντασματα του παρελθόντος, των λαθών σου, της ζωής σου, των επιλογών σου. Στην αρχή όλοι λένε πως θα αλλάξουν ζωή, θέλουν να αλλάξουν ζωή, αλλά τελικά η φυλακή είναι μέσα μας, και εμείς δεσμοφύλακες του εαυτού μας, αποφασίζουμε εν τέλει να μείνουμε δέσμιοι των δαιμόνων μας.
Αυτό που ζούμε λέει είναι μόνο το 1% της πραγματικότητας. Το υπόλοιπο 99% είναι κρυμμένο πίσω από μια αυλαία του μυαλού, δε το βλέπουμε, μόνο ίσως να νιώθουμε την υπαρξή του, κι όταν είμαστε ευτυχισμένοι, είναι γιατί στιγμιαία ήρθαμε σε επαφή με αυτό το 99%. Το θέλουμε, το αναζητούμε αλλά δεν έχουμε το κουράγιο να το βιώσουμε.
Κάποτε οι άνθρωποι έπρεπε να βρού κουράγιο για να πεθάνουν για μια ιδέα, τώρα ψάχνουμε το κουράγιο για να ζήσουμε. Ανατριχιαστικά αληθινό.
Μέσα μας έχουμε δαιμόνια που κατοικούν και για να μπορέσουμε να αγγίξουμε τη ζωή, αυτό το άπιαστο 99%, πρέπει να διώξουμε αυτά τα δαιμόνια. Δύσκολος εμφύλιος, πως να τον κερδίσεις, όταν το μόνο που πραγματικά είναι ορατό είναι το γνωστό, το τετριμένο, αυτό που συνήθισες, πως να πιστέψεις σε ένα όνειρο; Και να βρεις το κουράγιο να το πιστέψεις;

Άγγελους έχω γνωρίσει πολλούς, κανέναν όμως δεν έκανα φίλο
Τι δουλειά έχω εγώ στον ουρανό
Δαίμονας εναντίον εαυτού

Πράγματι, τι δουλειά έχω εγώ στον ουρανό; Ανοίγω το κελί και πίσω μπαίνω, εκεί που ξέρω πως να ζω. Κι αν ο χτύπος του σίδερου μέσα στο σκοτάδι φαντάζει τρομαχτικός, τόσο καλά τον ξέρω, που σπίτι μου και πατρίδα μου γίνεται εν τέλει ο φόβος αυτός.

Μου άρεσε πολύ η παράσταση και το κείμενο. Και η ατμόσφαιρα. Είχε κάτι από Μπρεχτ-Βάιλ και η κυρία Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, κάτι από Lotte Lenya. Και αναμφισβήτητα πολύ κατάθεση ψυχής. Και αυτό με άγγιξε.




Σκηνοθεσία: Νίκος Σούλης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Τάκης Μόσχος, Περικλής Ασημακόπουλος, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Τάσος Τζιβίσκος, Μιχάλης Χρήστου.

στο θέατρο Χυτήριο

Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

Φωτιά και νερό

της Χρύσας Σπηλιώτη

Δύο πρόσφυγες, η Χαγιάτ από το Ιράν, και ο Σαϊντ από το Ιρακ, γνωριστήκαν στη χώρα που έχουν βρει καταφύγιο, και βρήκαν καταφύγιο ο ένας στον άλλον. Ο Σαίντ, με φοβερούς εφιάλτες λόγω των βομβαρδισμών που έζησε στη Βαγδάτη, τρομοκρατημένος, φυλακισμένος σε έναν εφιάλτη που δε μπορεί να τερματίσει. Η Χαγιάτ, που "στα πέρσικα θα πει μικρή αυλή, αλλά στα ιρακινά ζωή", παλεύει να ζήσει όπως και όσο μπορεί. Ένας ξένος, που από λάθος χτυπά τη πόρτα τους, βρίσκεται όμηρος του Σαίντ, και γίνεται για το Σαίντ ο εκπρόσωπος της Δύσης για εφτά μέρες. Βάλθηκε να του μάθει την ιστορία του μουσουλμανικού πολιτισμού,
"για να ξέρεις σε ποιόν κάνεις αυτά που κάνεις". Η σύγκρουση των δύο ανδρών, η σχέση τους που περνάει από την εχθρότητα λόγω της διαφορετικότητας τους, στη φιλικότητα λόγω της ομοιότητας του (στο κάτω κάτω όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινά σημεία, σωστά;) και τούμπαλιν, η "προσφυγιά" του "ξένου" μέσα στις επιβολές του δυτικού τρόπου ζωής, και φυσικά, ο ανταγωνισμός για τη μαγική "βασίλισσα" του Σαίντ, Ζωή όνομα και πράγμα, υποφέρει, ξεπερνά, παλεύει, βρισκει διεξόδους, παραμυθιάζεται, προχωρά, πιστεύει, προδίδεται.
Ο τίτλος του έργου εξηγείται από το Σαίντ
"Εσύ και εγώ είμαστε σαν το νερό με τη φωτιά, μη τα μπερδεύεις, το ένα τρώει το άλλο"
και ο "ξένος" του πετάει ένα ποτήρι νερό σε μια άκαρπη προσπάθεια να τον σβήσει.
Γιατί ο Σαίντ δεν έχει δίκιο, δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί, είμαστε περισσότερο όμοιοι από ότι θέλουμε να αναγνωρίσουμε. Όλοι μας φωτιά, με μια βαθιά επιθυμία να γίνουμε νερό, να πάψουμε πια να καίμε ότι βρούμε στο δρόμο μας, και τον εαυτό μας μαζί, παραδωμένοι σε ένα ολοκαυτωμα χωρίς νόημα, και να αρχίσουμε να δροσίζουμε, να δίνουμε ζωή, όπως το νερό της βροχής στη φύση.

Μέσα στο προγραμμα διαβάζω τη πιο εύστοχη αντιρατσιστική παρατήρηση που έχω διαβάσει ποτέ
"Στη καρδιά του ρατσισμού είναι ο θρησκευτικός ισχυρισμός ότι ο Θεός έκανε ένα δημιουργικό λάθος όταν έφερε μερικούς ανθρώπους στην ύπαρξη"
Friedrich Otto Hertz


Ευτυχώς μια ακτίνα αισιοδοξίας αφήνεται στο τέλος. Γιατί η Ζωή όταν πια δει ότι η προδοσία είναι ολοκληρωτική και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής, επιλέγει να προχωρήσει και να το παλέψει για κάτι καλύτερο. Κι αν η ζωή προδίδεται, δεν παραδίδεται ένα πράγμα.
Βαθιά ανάσα ανακούφισης.


Μια υπέροχη παράσταση και δουλειά από όλους τους συντελεστές, πικρόγλυκο το κείμενο, τσουλάει και παρασέρνει το θεατή, και η Χαγιάτ είναι ένα μαγικό όραμα. Ατμοσφαιρικότατη, πραγματικά πολύ καλό θέατρο.
Να ευχαριστήσω θερμά τους συντελεστές, αλλά και ιδιαίτερα τη κυρία Κάτια Γέρου, η οποία ούσα γνήσιο παιδί του θεάτρου Τέχνης, διατηρεί άσβεστο το πνεύμα του και μας χαρίζει υπέροχες θεατρικές εμπειρίες. Υποκλίνομαι.




Σκηνοθεσία: Άσπα Τομπούλη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κάτια Γέρου, Βασίλης Κουκαλάντ, Μάνος Ζαχαράκος

στο θέατρο Αλμα
από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας

Ραχήλ

του Γρηγόριου Ξενόπουλου


Το Ξενόπουλο τον αγαπώ ιδιαίτερα, ίσως επειδή είναι κοντοχωριανός, κι αν δε παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε κάψει, ίσως επειδή το ότι είναι κοντοχωριανός μου είναι και πιο οικείος, τι να πω, ίσως πάλι γιατί πραγματικά είναι τεχνίτης της μυθοπλασίας, της γλώσσας και της ανατροπής. Και γιατί καταπιάνεται με θέματα, που αν και είναι καθαρά της εποχής του, έχουν μια τρομαχτική διαχρονικότητα, γιατί είναι η ανθρώπινη φύση που καθορίζει και προδιαγράφει τις καταστάσεις που περιγράφει, και η ανθρωπινη φύση, πως να το κάνουμε, είναι ίδια και απαράλλακτη ανά τους αιώνες.

Η Ραχήλ είναι μια εβραιοπούλα χάρμα, όλο ζωντάνια, καλοσύνη, γεμάτη ομορφιά ζωής. Κόρη πλούσιας οικογένειας, καλοζωισμένη, είναι γάργαρο νερό που δροσίζει τους γύρω της. Τι έχει να της σκοτινιάσει τη ζωή; Τίποτα. Νέα και ερωτευμένη με τον Έλληνα γείτονα της, δεν έχει λόγο να κάνει τίποτα άλλο παρά να ακολουθήσει τη καρδιά της, να γίνει χριστιανή, να τον παντρευτεί. Τίποτα δικό της δεν απειλείται, τίποτα δικό της δε βάλεται, δεν έχει ανάγκη να το διατηρήσει, να το προστατεύσει, να διακυρήξει τη σημαντικότητα του για αυτή. Ίσως επειδή ακριβώς τίποτα δικό της δεν απειλείται, δε καταλάβαινε και πόσο σημαντικά ήταν αυτά τα δικά της που τόσο αυτονόητα τα είχε. Στη κοντινή Κέρκυρα, ένα κορίτσι βρίσκεται νεκρό, δε ξέρουν αν είναι εβραιοπούλα ή ελληνοπούλα, αλλά αρχίζει ο παραλογισμός, ίσως γιατί ψάχνανε αφορμή; και οι έλληνες στρέφονται εναντιων των εβραίων. (Πραγματική ιστορία αυτό, έγινε το 1891) Και τότε η Ραχήλ καλείται να επιλέξει, μεταξύ της παράδοσης της, της οικογένειας της, του ποια είναι τελικά, της ταυτότητας της, και του όνειρου, του έρωτα, του μέλλοντος που κάποτε φαντάστηκε. Παραδέρνει ανάμεσα σε δύο επιλογές που τελικά καμιά τους δεν ήθελε, ξαφνικά αντιμέτωπη με έναν κόσμο μη αγγελικά πλασμένο, μια πραγματικότητα που δε θέλει να αποδεχτεί.

Υπέροχο κειμενο, υπέροχη ιστορία, δυστυχώς μια χλιαρή παράσταση. Το ευχαριστήθηκα, γιατί ευχαριστήθηκα το κείμενο. Εκνευρίστηκα από τη δυκολία που είχα να παρακολουθήσω τι έλεγε ο κ. Θωμάς Παπάζογλου. Έτυχε να πάω βέβαια με αγαπημένη φίλη θεατρολόγο, η οποία ως ειδικός, εξέφρασε ιδιαίτερα άσχημη γνώμη για τη παράσταση. Αν είχα αφεθεί ανεπηρέαστη από τη κριτική της, ίσως να μην είχα σχηματίσει την εντύπωση που σχημάτισα. Αλλά κυρίως λόγω του ότι το κείμενο είναι τόσο δυνατό που η απόλαυση του υπερκαλύπτει άλλες ατέλειες.




Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Θάνος Αλεξίου, Πέπη Μοσχοβάκου, Πέτρος Αποστολόπουλος, Αννίτα Κούλη, Γιάννης Λεάκος, Άντονυ Μπερκ, Χάρης Τσιτσάκης, Θωμάς Παπάζογλου, Υβόννη Μαλτέζου

στο Εθνικό Θέατρο, Νέα σκηνή

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2008

Πιτσιμπούργκο

της Σώτης Τριανταφύλλου

Ο Δημοσθένης, αποφάσισε να αφήσει το νησί του τη Χίο, και τη νεαρή γυναίκα του πίσω, και να πάει μετανάστης στο Πιτσιμπούργκο. Μέχρι να μπορέσει να μαζέψει χρήματα να φέρει και τη γυναίκα του στην Αμέρικα, η ζωή τους σε αναμονή, η ζωή τους σταματημένη, κυλάει από γράμμα του Δημοσθένη στην Ελένγκω, και από γράμμα δικό της σε αυτόν. Έτσι κι αλλιώς ο Δημοσθένης δε πίστευε ότι ήταν ζωή αυτό που ζούσε στο νησί του, χωρίς ελπίδα, χωρίς αξιοπρέπεια. Στο περίμενε λοιπόν, σε ένα περίμενε σκληρό και αδυσώπητο, βιοπάλη, και αναζήτηση μιας καλύτερης ζωή, όχι λάθος, μια ζωής τελεία και παύλα.
"Μια ζωή την έχουμε και εγώ θέλω να τη ζήσω"
λέει και η Ελένγκω ξεφυσά απελπισμένη. Αυτή θα προτιμούσε να μείνει στο τόπο της, θα τη βρίσκανε την άκρη, μαζί να ήτανε, κάτι θα καταφέρνανε. Που να ξερε και ο Δημοσθένης ότι τελικά δεν τη ζούμε τη ζωή, αυτή μας ζει, μας πάει όπου λάχει μερικές φορές.
Οι μήνες περνάνε, η ιστορία των δύο νέων ανθρώπων, και όλων των ανθρώπων που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν εξάλλου, είναι γεμάτη τραγικότητα, πως θα μπορούσε ο ξεριζωμός να ήταν αλλιώς; και το τέλος δεν είναι πάντα happy end. Σύγχρονη ελληνική ιστορία, οι μνήμες είναι νωπές, να μη ξεχνάμε και να συνειδητοποιούμε ότι αν και οι καταστάσεις διαφέρουν, όλοι οι μετανάστες έχουν κοινό το χωρισμό από τα πάτρεια, τα οικεία και τα αγαπημένα.
Και η ζωή; Είναι ανάγκη να χτυπάει κάποιους τόσο αλύπητα και άλλους να τους χαιδεύει; Αυτό ποτέ μου δε το χώνεψα, κι αν και πλέον δε νοιώθω τύψεις που είμαι χαιδεμένη, ακόμη δε μπορώ ούτε να συνηθίσω ούτε να αποδεχτώ τη τυχαιότητα της κακοτυχίας στο σύμπαν. Τεσπά.

Όπως με πληροφόρησαν οι φιλενάδες μου, το έργο αυτό το είχε γράψει η Σώτη Τριανταφύλλου, προς τιμήν της Χίου, μετά από εκτεταμένη διαμονή της εκεί. Γραμμένο στη χιώτικη τη γλώσσα εξ ολοκλήρου, ίσως κάποιες λέξεις να μου ξεφεύγαν, αλλά η γλώσσα κύλαγε κελαριστά, οι κουβέντες της Ελένγκως, και του Δημοσθένη, είχαν μια ζωντάνια, και ήχο αλλιώτικο, και χρώμα, (να τολμήσω να πω άρωμα και γεύση εποχής ικανό να σε ταξιδεύσει ακριβώς εκεί;) κι ένα μεγάλο μπράβο στους ηθοποιούς που υποστήριξαν αυτή τη γλώσσα με τόση επιτυχία. Αλλιώτικα δε θα μπορούσα να το φανταστώ αυτό το κείμενο δοσμένο, κι αν και δεν έχω πάει στη Χίο ακόμη, απόκτησε στα μάτια μου μια ιδιαιτερότητα που δε τη φανταζόμουνα.

Σα παράσταση μου άρεσε πολύ, και το κείμενο και η ατμόσφαιρα, κυρίως η ατμόσφαιρα, και οι δύο ερμηνείες. Μια όμορφη θεατρική εμπειρία.


Σκηνοθεσία: Άννα Σωτρίνη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Νάντια Μουρούζη, Ζαχαρίας Ρόχας
Ακούγεται η φωνή του Δημήτρη Πιατά

στο θέατρο Άλεκτον

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2008

Ο Μαρξ στο Σόχο

του Howard Zinn

για τρίτη χρονιά αν δεν απατώμαι, αναρωτιέμαι πως μου ξέφυγε και ευχαριστώ τον κ. Αντωνόπουλο που συνεχίζει να το παίζει

Ο Μαρξ, βλέποντας πως οι ιδέες του έχουν παρερμηνευτεί ζητά από τους υπεύθυνους του άλλου κόσμου να γυρίσει πίσω στο Σόχο του Λονδίνου όπου είχε ζήσει για να αποκαταστήσει το όνομα του. Από μια παραξενιά της τύχης αντί για Λονδίνο βρίσκεται στο Σόχο της Νέας Υόρκης, και έχει μια ώρα στη διαθεσή του για να μιλήσει. Σε έναν εκπληκτικό μονόλογο, παραθέτει συμπυκνωμένα τα κίνητρα, τα εναύσματα, τη ζωή του, την ιδεολογία του. Ένα βαθιά πολιτικό έργο γραμμένο από τον ιστορικό και πολιτικό επιστήμονα Howard Zinn.
Τις προάλες με έφερε ο δρόμος από του Ζωγράφου, στενοί δρόμοι, ανηφορικοί και πουθενά θέση να παρκάρεις. Αυθόρμητα σκέφτηκα, φαντάσου να έμενα εδώ, να γύριζα κουρασμένη από τη δουλειά μου ή τη διασκέδαση, ή από το σουπερμάρκετ, φύλαξε, και να μην έβρισκα θέση να παρκάρω. Και να έπρεπε φορτωμένη να ανέβω μια από αυτές τις ανηφόρες. Πόσο τυχερή είμαι και πόσο αυτονόητο το θεωρώ που έχω δικιά μου θέση πάρκιν στα ΒΠ. Και θυμήθηκα και όλους τους άλλους τους εξευτελισμούς που υπόκεινται οι άνθρωποι, και εγώ, τα μποτιλιαρίσματα, το φόβο όταν πρέπει αργά να περπατήσω μόνη μου, τις ουρές και την αγένεια σε δημόσιες υπηρεσίες, τα χρέη, τη μαζική διασκέδαση που τη χρυσοπληρώνουμε, και τόσα τόσα άλλα.
Και θυμήθηκα κάτι που λέει ο Μαρξ προς το τέλος:

"Ας σταματήσουμε να μιλάμε για καπιταλισμό και σοσιαλισμό. Ας μιλήσουμε απλώς για το πως θα χρησιμοποιήσουμε τον απίστευτο πλούτο της γης προς το όφελος όλων των ανθρώπων. Δώστε στους ανθρώπους αυτά που χρειάζονται: φαγητό, φάρμακα, πόσιμο νερό και γρασίδι, ευχάριστα σπίτια να μένουν, μερικές ώρες δουλειάς και μερικές ώρες ελεύθερες. Μη ρωτήσετε ποιός το αξίζει. Όλοι οι άνθρωποι το αξίζουν"

Και βέβαια, όλοι οι άνθρωποι αξίζουν ένα σεβασμό προς τη ζωή τους και τις ανάγκες τους. Και όπως τότε, στην εποχή του Μαρξ, και τώρα, έχουμε οι άνθρωποι κοινά συμφέροντα. Και αν το έργο καταφέρνει έστω και στο υποσυνείδητο του κάθε θεατή να περάσει ακριβώς αυτό, το είμαστε όλοι άνθρωποι, και βράζουμε στο ίδιο καζάνι που λέγεται γη, τότε για μένα είναι μια από τις πιο επαναστατικές πράξεις που έχω βιώσει στη μικρή ζωή μου. Ούτε καταλήψεις, ούτε πορείες, ούτε απεργείες, αλλά μια σταδιακή μεταμόρφωση της σκέψης από την απομόνωση στο γεγονός ότι ναι, εν τέλει, είμαστε όλοι άνρωποι, και ναι "έχουμε όλοι κοινά συμφέροντα."

Τώρα το πως, θα τα διεκδικήσουμε και θα τα ικανοποιήσουμε για όλους μας, είναι μια άλλη ιστορία, που δυστυχώς δεν έχει γραφτεί ακόμη.

Η παράσταση μου άρεσε πολύ, και το κείμενο, το οποίο μπορεί κανείς να το αγοράσει στο θέατρο, και το στήσιμο. Σαφέστατα και στηρίζεται πάνω στον κ. Αντωνόπουλο ο οποίος είναι απλά υπέροχος.



Σκηνοθεσία: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Παίζει ο Άγγελος Αντωνόπουλος


στο θέατρο προσκήνιο

και για τη σεζόν 2008/09 στο Θέατρο Τέχνης - Στοά