του Αντώνη Τσιπιανίτη
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
Κώστας Καρυωτάκης
Η Ερατώ (μα τι όμορφο όνομα - η συγκεκριμένη όμως ακόμη δεν έχει γίνει μουσα κανενός ούτε κάν του εαυτού της, προσοχή, όχι ακόμη) επιστρέφει απο τη κηδεία του άντρα της και αρχίζει μια ανάμνηση - εξιστόρηση της ζωής της πριν και μαζί με αυτόν.
Επαρχιοτόπουλο καταπιεσμένο άδραξε την ευκαιρία για να ξεφύγει από το τόπο της, τη Πρέβεζα, με ένα γάμο που θα την έφερνε στην Αθήνα. Δε ζητούσε πολλά, λίγη τρυφερότητα απο τον άντρα της, ένα καλό λόγο, να μπορεί να βγαίνει έξω χωρίς να τη σχολιάζουν, απλα καθημερινά πράγματα. Ελπίδες κρεμασμένες για μια ζωή που δεν ήρθε, αφου ο γάμος της, το σπίτι της ήταν μια "νησίδα Πρέβεζας" μέσα στη πρωτεύουσα. Ο βίος της συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, καταπιεσμένη πλέον όχι απο τον πατέρα αλλα απο τον σύζυγο. Γιατί το ανέχτηκε; αναρωτιέται και η ίδια. Έτσι έχει μεγαλώσει, έτσι μόνο ξέρει, έτσι έμαθε, δε θα μπορούσε αλλιώς. Ολοι κουβαλάμε μια Πρέβεζα μέσα μας. Ίσως, δε ξέρω, εγω ήμουνα πιο τυχερή, κουβαλάω άλλου είδους Πρέβεζες, εξίσου τοξικές, αλλά τη δικιά της δε μπορώ να τη κατανοήσω.
Ο σύζυγος, αστυνομικός διεφθαρμένος, έχει κάνει τέχνη το κάνω τα στραβά μάτια με το αζημιωτο φυσικά. Κομμάτι του στραβά μάτια κάποιοι μετανάστες παράνομοι που έμεναν στο πάνω όροφο και στη συνέχεια μια πόρνη. Και η Ερατώ, απο κάτω να ακούει τις φωνές και τα βογκητα και κάθε μέρα να βιώνει στο πετσί της αυτο που δεν είχε. Και να επιθυμεί. Και να συνεχίζει να ελπίζει. Αυτό κι αν είναι η πλέον ανθρωπινη άμυνα. Ελπίδα. Πως αλλιώς. Και να ανρωτιέται γιατι δε διεκδήκησε. Γιατί δε πάλεψε. "Ισως η ζωή όλων να είναι ένα μοτίβο που δε μπορείς να αλλάξεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να διαλέψεις τα χρώματα των κλωστών με τα οποία θα το κεντήσεις" Α δε ξέρω, διαφορετικά χρώματα μπορουν να δώσουν πολυ πολυ διαφορετικά αποτελέσματα. Αρκει να επιλέξεις εσυ τα χρωματα των κλωστών. Η Ερατώ δεν επέλεξε ούτε αυτο. Μέχρι τώρα. Τώρα που ο άντρας της είναι νεκρός είναι αλλιώς. Τωρα μπορεί αυτή να ορίσει το τι και το πως, με ποιο χρώμα κλωστή και με ποια βελονια. Τέλος οι σταυροβελονιές για την Ερατώ.
Η παράσταση μου άρεσε πάρα πολύ, το κείμενο είναι γλυκόπικρο με πολλές στιγμές γέλιου. Η Ερατώ μπορεί να έζησε μίζερη ζωή αλλά ο λόγος της δεν είναι μίζερος ούτε μισερός. Και αυτό είναι πολυ αισιόδοξο και λυτρωτικό. Η δε κυρία Διδασκάλου είναι εκπληκτική, μεταμορφώνεται και παρασύρει το θεατή μέσα κατάμεσα στην ιστορία της Ερατώς, τιμώντας έτσι όπως της πρέπει.
Ασχετο αλλα σαν εικόνα και σαν φράση μου καρφώθηκε στο μυαλό και θέλω να το φυλλάξω εδω για να το έχω και για μετά. Περιγράφει η Ερατώ τα χέρια αντικειμένου πόθου
"Και οι φουσκωμένες φλέβες του σα ποτάμια στη γη της επαγγελίας" Θεϊκό!
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Πατρώνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κατερίνα Διδασκάλου
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
Κώστας Καρυωτάκης
Η Ερατώ (μα τι όμορφο όνομα - η συγκεκριμένη όμως ακόμη δεν έχει γίνει μουσα κανενός ούτε κάν του εαυτού της, προσοχή, όχι ακόμη) επιστρέφει απο τη κηδεία του άντρα της και αρχίζει μια ανάμνηση - εξιστόρηση της ζωής της πριν και μαζί με αυτόν.
Επαρχιοτόπουλο καταπιεσμένο άδραξε την ευκαιρία για να ξεφύγει από το τόπο της, τη Πρέβεζα, με ένα γάμο που θα την έφερνε στην Αθήνα. Δε ζητούσε πολλά, λίγη τρυφερότητα απο τον άντρα της, ένα καλό λόγο, να μπορεί να βγαίνει έξω χωρίς να τη σχολιάζουν, απλα καθημερινά πράγματα. Ελπίδες κρεμασμένες για μια ζωή που δεν ήρθε, αφου ο γάμος της, το σπίτι της ήταν μια "νησίδα Πρέβεζας" μέσα στη πρωτεύουσα. Ο βίος της συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, καταπιεσμένη πλέον όχι απο τον πατέρα αλλα απο τον σύζυγο. Γιατί το ανέχτηκε; αναρωτιέται και η ίδια. Έτσι έχει μεγαλώσει, έτσι μόνο ξέρει, έτσι έμαθε, δε θα μπορούσε αλλιώς. Ολοι κουβαλάμε μια Πρέβεζα μέσα μας. Ίσως, δε ξέρω, εγω ήμουνα πιο τυχερή, κουβαλάω άλλου είδους Πρέβεζες, εξίσου τοξικές, αλλά τη δικιά της δε μπορώ να τη κατανοήσω.
Ο σύζυγος, αστυνομικός διεφθαρμένος, έχει κάνει τέχνη το κάνω τα στραβά μάτια με το αζημιωτο φυσικά. Κομμάτι του στραβά μάτια κάποιοι μετανάστες παράνομοι που έμεναν στο πάνω όροφο και στη συνέχεια μια πόρνη. Και η Ερατώ, απο κάτω να ακούει τις φωνές και τα βογκητα και κάθε μέρα να βιώνει στο πετσί της αυτο που δεν είχε. Και να επιθυμεί. Και να συνεχίζει να ελπίζει. Αυτό κι αν είναι η πλέον ανθρωπινη άμυνα. Ελπίδα. Πως αλλιώς. Και να ανρωτιέται γιατι δε διεκδήκησε. Γιατί δε πάλεψε. "Ισως η ζωή όλων να είναι ένα μοτίβο που δε μπορείς να αλλάξεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να διαλέψεις τα χρώματα των κλωστών με τα οποία θα το κεντήσεις" Α δε ξέρω, διαφορετικά χρώματα μπορουν να δώσουν πολυ πολυ διαφορετικά αποτελέσματα. Αρκει να επιλέξεις εσυ τα χρωματα των κλωστών. Η Ερατώ δεν επέλεξε ούτε αυτο. Μέχρι τώρα. Τώρα που ο άντρας της είναι νεκρός είναι αλλιώς. Τωρα μπορεί αυτή να ορίσει το τι και το πως, με ποιο χρώμα κλωστή και με ποια βελονια. Τέλος οι σταυροβελονιές για την Ερατώ.
Η παράσταση μου άρεσε πάρα πολύ, το κείμενο είναι γλυκόπικρο με πολλές στιγμές γέλιου. Η Ερατώ μπορεί να έζησε μίζερη ζωή αλλά ο λόγος της δεν είναι μίζερος ούτε μισερός. Και αυτό είναι πολυ αισιόδοξο και λυτρωτικό. Η δε κυρία Διδασκάλου είναι εκπληκτική, μεταμορφώνεται και παρασύρει το θεατή μέσα κατάμεσα στην ιστορία της Ερατώς, τιμώντας έτσι όπως της πρέπει.
Ασχετο αλλα σαν εικόνα και σαν φράση μου καρφώθηκε στο μυαλό και θέλω να το φυλλάξω εδω για να το έχω και για μετά. Περιγράφει η Ερατώ τα χέρια αντικειμένου πόθου
"Και οι φουσκωμένες φλέβες του σα ποτάμια στη γη της επαγγελίας" Θεϊκό!
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Πατρώνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κατερίνα Διδασκάλου